Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Εάν επιστρέψει ο θάνατος ίσως επιστρέψει και ο έρωτας…*

Αποτέλεσμα εικόνας για ταρκόφσκι

Η ΕΞΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Πετάτε τους νεκρούς είπ’ ο Ηράκλειτος

κι είδε τον ουρανό να χλωμιάζει.

Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα

να φιλιούνται.

Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του

μες στο φιλόξενο χώμα

Νίκος Γκάτσος, Αμοργός

         «Το μεγάλο κακό του πολιτισμού μας», σημειώνει ο Άρθουρ Αντάμωφ, την Άνοιξη του 1940, στον Πρόλογό του, στο βιβλίο της φτώχειας και του θανάτου, του Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε, «είναι περισσότερο έγκλημα ενάντια στο θάνατο παρά έγκλημα ενάντια στη ζωή»[1]. Και, βέβαια, τούτο το έγκλημα συντελείται θαρρώ με δύο τρόπους. Ο πρώτος και πλέον διαδεδομένος σήμερα είναι ο απόλυτος καταχωνιασμός του θανάτου στα βάθη του αζήτητου. Στη χώρα του απωθημένου, τα σύνορα της οποίας είναι κλειστά και ως εκ τούτου αδιαπέραστα, καθώς κατά μήκος του απλώνεται ο «τρισάγιος» φύλακας «φόβος», που προπαγανδίζει πρόστυχα και τελικά επιβάλλει τη λήθη του θανάτου[2]. Ο άνθρωπος φοβάται τον θάνατο και χτίζει έτσι μια ζωή χωρίς θάνατο, που του αφαιρεί, μαζί με όλα τα άλλα, ακόμη και αυτή τη δυνατότητα να τον αρνηθεί. «Ο θάνατος», σημειώνει και πάλι ο Αντάμωφ, «θα έχανε την τετριμμένη αποκρουστικότητά του αν ο άνθρωπος τον είχε συλλογιστεί έστω μια φορά στη ζωή του· έτσι δεν θα ’πεφτε  πάνω του σαν λιθάρι, ανόητα. Ο άνθρωπος πρέπει να αποδέχεται από τα πριν τον θάνατό του, να τον βιώνει μέσα του με αγάπη. Μα όσοι δεν τον δέχονται στερούνται και τη δύναμη να τον αρνηθούν. Ανοιγοκλείνουν μόνο τα μάτια όπως σε μια χειμωνιάτικη βροχή και τα σβησμένα πρόσωπά τους ζαρώνουν από ανείπωτους φόβους, ρυπαρούς»[3].

         Είναι κοινά αποδεκτό σήμερα, πως ο θάνατος αποτελεί το αποπαίδι του τεχνικού πολιτισμού τόσο σε Ανατολή όσο και σε Δύση[4]. Αντικείμενο απαγόρευσης και κοινωνικής άρνησης που επιβάλλει ο καθωσπρεπισμός. Μάλιστα σε τέτοιο σημείο έχουν φτάσει τα πράγματα, που η αντιμετώπισή του  αποδεικνύεται αντίστοιχη, αν όχι  και αρνητικότερη από την αντιμετώπιση της πορνογραφίας. «Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες», σημειώνει ο π. Φιλόθεος Φάρος, και έζησε για πολλά χρόνια σε μια από αυτές, «το θέμα του θανάτου είναι το σημαντικότερο ταμπού, και επικρατεί μια τεράστια συνομωσία που προσπαθεί να μην επιτρέψει την προφορά αυτής της πορνογραφικής λέξης: θάνατος. Ο θάνατος έχει γίνει ένα θέμα απαγορευμένο, μία βωμολοχία που προκαλεί περισσότερη αμηχανία από το σεξ. Πραγματικά, στις αγγλοσαξωνικές δυτικές κοινωνίες έχει γίνει μια μετατόπιση όσον αφορά την κοινωνική σεμνοτυφία και ενώ η σεξουαλική συνουσία αναφέρεται πιο ελεύθερα, ο θάνατος γίνεται όλο και περισσότερο ένα απρεπές θέμα. Η βωμολοχία του θανάτου αποφεύγεται επιμελημένα από τις συζητήσεις των καθωσπρέπει ανθρώπων και επικρατεί ευρύτατα η δεισιδαίμων πεποίθηση ότι όταν δεν αναφέρεται ο θάνατος θα εξαφανισθεί και τελικά θα…πεθάνει. Πρόκειται γι’ αυτό που μερικοί κοινωνιολόγοι αποκαλούν θάνατο του θανάτου»[5].

         Απτό παράδειγμα τούτης της  εξορίας του θανάτου από το πεδίο της ζωής των ανθρώπων, αποτελεί η απομάκρυνση των κεκοιμημένων από τον οικείο χώρο, το σπίτι, αμέσως μετά τον θάνατό τους, η φύλαξη τους σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους δίπλα, κοντά στα κοιμητήρια, μέχρι και τη στιγμή της κήδευσής τους, αλλά και η τοπική εξορία του κοιμητηρίου από το κέντρο των πόλεων και των χωριών[6]. Πράξεις που αποκαλύπτουν την εύκολη μετάβαση από την εξορία του θανάτου στην  εξορία των ίδιων των κεκοιμημένων.  Δεν είναι λίγες οι φορές εσχάτως, στον τόπο μας, στην καθ’ημάς Ανατολή -και το λέγω τούτο διότι  έχει καταστεί γραφικό πλέον να θεωρούμε ότι όλα τα κακά ανήκουν στη Δύση-, που οι τεθλιμμένοι συγγενείς θρηνούν (;)[7] εν απουσία του κεκοιμημένου (όπως άλλωστε και κάνουμε έρωτα χωρίς το πρόσωπο της σχέσης. Πράγμα που σημαίνει πως το σώμα σήμερα βρίσκεται υπό διωγμόν, απειλείται[8]). Εν απουσία του δικού τους ανθρώπου, για τον οποίο η σκληρή πραγματικότητα έχει φυλάξει στο τέλος το συρτάρι ενός ψυγείου σε κάποιο νεκροτομείο[9]. Εικόνες που θυμίζουν μαύρη κωμωδία, μα περισσότερο αποκαλύπτουν την απόλυτη τραγωδία ενός σώματος που χάνει σταδιακά τη σχέση του με το νόημα της ζωής[10]. Μιας κοινωνίας που με την υπόσχεση του «θανάτου του θανάτου», στα όρια μιας «επίπεδης αθανασίας», που προσφέρουν οι διάφοροι κλωνισμοί, τα cyborg και η κρυογενετική, περνά αβασάνιστα και χωρίς αιδώ σε μια «μετα-ανθρώπινη» πραγματικότητα, όπου «οι ιδέες για τον θάνατο, οι θεσμοί που τον διαχειρίζονται και οι νόμοι που τον διέπουν, καθώς και οι ταφικές πρακτικές και αναπαραστάσεις, αναδιαμορφώνονται ριζικά»[11].

         Συνήθως, η πρόφαση, για τούτη την απομάκρυνση των νεκρών από τον χώρο των ζώντων, σχετίζεται με λόγους υγείας και υγιεινής, κάποιες φορές και μιας στρεβλής αισθητικής, αλλά όλοι σήμερα γνωρίζουμε ότι το μείζον πρόβλημα είναι η αφαίμαξη του μυστηριακού χαρακτήρα του θανάτου και η συνακόλουθη σχάση των ζώντων με τους κεκοιμημένους.  Στ’ αλήθεια η διάλυση της μυστηριακής ενότητας, που αποτελεί πλέον λαογραφική ανάμνηση παρά δυνατότητα σχέσης και ζωής. Μια τέτοια ξεχασμένη εικόνα, γνωστή στους παλαιότερους, με έντονες τις παπαδιαμαντικές επιρροές στον τρόπο γραφής, σώζει ο π. Λάμπρος Φωτόπουλος, αναφερόμενος σε αναστάσεις παλιότερων ετών στην Καλαμάτα. «Το Πάσχα γινόταν η ανάσταση σε μόνιμη εξέδρα στο κέντρο του Κοιμητηρίου. Πέρα από τους συγγενείς των κεκοιμημένων που παράστεκαν στους τάφους κρατώντας την πασχαλινή λαμπάδα, εκατοντάδες πιστοί περιστοίχιζαν τον π. Ευσέβιο που έψελνε πανηγυρικά το “Χριστός Ανέστη”. Η ταπεινή και σταθερή του φωνή αντηχούσε απ’ άκρη σ’ άκρη. Άστραφτε όλος ο χώρος. Κανένας δεν φοβόταν εκείνη την ώρα το θάνατο. Μέσα στο πάνδημο αναστάσιμο ψάλσιμο δεν μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει αν άκουγε μόνο τις φωνές των ζώντων να ψέλνουν “Χριστός Ανέστη” ή διέκρινε και το ισοκράτημα των κεκοιμημένων…»[12].

         Αποτέλεσμα τούτης της αδυναμίας του σύγχρονου ανθρώπου να αποδεχτεί τον θάνατο αποτελεί δίχως άλλο και η αδυναμία του να αποδεχτεί τη ζωή. Η απώθηση του θανάτου, αλλά και της ασθένειας, της αρρώστιας, συνιστά στ’ αλήθεια απώθηση της ίδιας της ζωής[13]. Πράξη που αποκαλύπτει τον απόλυτο αποπροσανατολισμό του  ανθρώπου, που ολοκληρώνεται με το τραγικό μακιγιάρισμα του νεκρού, που συνεχίζει το μακιγιάρισμα που ο άνθρωπος ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της ζωής. Συνήθεια που εισήχθη στην Ελλάδα προσφάτως, για να αποδείξει τον Έλληνα, όπως θα έλεγε με άκρα ειρωνεία ο Γιάννης Τσαρούχης, «εφάμιλλο» των Ευρωπαίων[14]. Με τον τρόπο αυτό οι φυγάδες της ζωής γίνονται και φυγάδες του θανάτου. Πράγμα που σημαίνει, πως ο άνθρωπος εν τέλει δραπετεύει από τη συνολική του ύπαρξη. Δραπετεύει, δηλαδή, από όλα εκείνα που συνιστούν την κτιστότητά του, εκείνο το ανοικτό είναι, που ολοκληρώνεται στη συνάντηση με την όντως ζωή, που πάτησε με τον θάνατό της το θάνατο και μετέτρεψε μεμιάς την ήττα σε νίκη. «Ο Χριστός», παρατηρεί ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, «δεν εξοβέλισε τον θάνατο και τα βάσανα, αλλά τα “καταπάτησε” (“θανάτω θάνατον πατήσας”), δηλαδή τα μετέβαλε ριζικά εκ των ένδον, μετέτρεψε την ήττα σε νίκη, τα  “μετέστρεψε”»[15].

         Βέβαια, τούτη η άρνηση της ζωής, της οποίας προϋπόθεση και όχι απλά αποτέλεσμα είναι η άρνηση του θανάτου, γίνεται, όπως ήδη σημείωσα, πάντα στο όνομα της ζωής. Στο όνομα μιας νοσηρής επίγειας «αθανασίας», της αθανασίας των ψευτοπραγμάτων, που ταυτίζεται με την απολυτοποίηση της στιγμής και αγνοεί επιδεικτικά τη δυνατότητα των εσχάτων. Μιας νευρωτικής αναζήτησης της αθανασίας στα όρια του απόλυτου παρόντος, που αρνείται μετά μανίας να δεχθεί τους όρους και τα όρια της ανοικτής ύπαρξης. Πράξη που εξαντλεί το είναι της σε ένα συνεχές και αγχωμένο lifting της φθοράς, σε μια ανέραστη στατικότητα, που ευθύνεται για τη συνεχή άρνηση του πραγματικού εαυτού και συνεπώς όλων εκείνων των όμορφων στιγμών, που ακολουθούν τη συνεχή αλλαγή του, στον δρόμο που νοηματοδοτεί η ελπίδα της  τελικής μεταμόρφωσης[16]. Έτσι φαίνεται πως ο εγκλωβισμένος στο παρόν άνθρωπος, γεμάτος από βεβαιότητα και γυμνός από ανα-ζήτηση, αδύναμος να δει τις εκπλήξεις που σώζει η συνεχής μετάβαση στο πάντα καινό νυν, ζει ερήμην εκείνων των δημιουργικών ερωτημάτων που ζωγραφίζουν το κλαυσίγελο πρόσωπο της αληθινής ανθρωπινότητας. Ένα πρόσωπο, «προορισμό»· που επιτρέπει την «εύρεση  του σώματος του άλλου με τον οποίο προσομιλούμε εσωτερικά», καταπώς λέγει ο Πεντζίκης.  Και συμπληρώνει ο θεσσαλονικιός, «ίσως να μην έφθανα ποτέ να ομιλήσω έτσι, παραδεχόμενος ανυπόκριτα τα λόγια που είπαν εδώ στον τόπο μας, οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, αν το φαινόμενο της αντήχησης του χαρτονένιου κουτιού, εξεγείροντας την αφή των δακτύλων, δεν μου θύμιζε ταυτόχρονα έντονα, την αφή της άλλης ύπαρξης που στέκει από δίπλα, το σώμα το πτωχό, που έκαιγε την Τρίτη από πυρετό, όταν πήγα προς επίσκεψη, συναποκομίζοντας κατά την επιστροφή μου, αντίς για θάνατο και απελπισία, ένα ευώδες τριαντάφυλλο πάνω στην καρδιά μου»[17].


[1] Ρ.Μ. Ρίλκε, Το βιβλίο της φτώχειας και του θανάτου, πρόλογος Άρθουρ Αντάμωφ, μετάφραση Βασιλική Παπαγεωργίου, επίμετρο Σωτήρης Γουνελάς, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2008, σ. 13.

[2] Ο Irvin Yalom, υποστηρίζει πως ο φόβος του θανάτου είναι συναίσθημα που ακολουθεί όσους ζουν μια αβίωτη ζωή. «Μ’ άλλα λόγια», σημειώνει, «όσο λιγότερο έχεις ζήσει τη ζωή σου τόσο μεγαλύτερο είναι το άγχος του θανάτου. Όσο αποτυγχάνεις να βιώσεις ολοκληρωμένα τη ζωή σου τόσο περισσότερο θα φοβάσαι τον θάνατο», Στον κήπο του Επίκουρου. Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου, μετάφραση Ευαγγελία Ανδριτσάνου-Γιάννης Ζέρβας, εκδ. Άγρα  2008, σ. 60.

[3] Ρ.Μ. Ρίλκε, Το βιβλίο της φτώχειας και του θανάτου, σ. 13.

[4] Για τη συγκεκριμένη θέση του Philippe Aries βλ. Π. Καλαϊτζίδη, Μυστήριον του θανάτου ή εξορία του θανάτου, Α. Γ. Μαγριπλής (επιμέλεια), Όψεις του πολιτιστικού φαινομένου. Επιστημολογικές προσεγγίσεις του θανάτου και της ζωής, εκδ. Αντ. Σταμούλη, Αθήνα 2008, σ. 339.

[5] π. Φ. Φάρος, Το πένθος. Ορθόδοξη, λαογραφική και ψυχολογική θεώρηση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1988, σ.  59. Πρβλ. G. Gorer, Η πορνογραφία του θανάτου, Δ.  Μακρυνιώτη (επιμ.-εισαγ.), Περί θανάτου. Η πολιτική διαχείριση της θνητότητας, μετάφραση Κώστας Αθανασίου, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2008, σ. 80-81: «Παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι πρέπει να συμβιβαστούν με τα βασικά πραγματικά γεγονότα της γέννησης, της συνουσίας και του θανάτου, και με κάποιον τρόπο να αποδεχτούν τις επιπτώσεις τους· αν η κοινωνική σεμνοτυφία εμποδίζει να γίνει κάτι τέτοιο με τρόπο ανοιχτό και αξιοπρεπή, τότε θα γίνει κρυφά. Αν δεν μας αρέσει η σύγχρονη πορνογραφία του θανάτου, τότε πρέπει να ξαναδώσουμε στο θάνατο –τον φυσικό θάνατο-  προβολή και δημοσιότητα, να αποδεχτούμε ξανά τη θλίψη και το πένθος. Αν κάνουμε το θάνατο ακατονόμαστο στην πολιτισμένη κοινωνία -“όχι μπροστά στα παιδιά”-, σχεδόν εξασφαλίζουμε τη διαιώνιση της “κωμωδίας του τρόμου”. Καμιά λογοκρισία δεν έχει αποδειχτεί ποτέ  πραγματικά αποτελεσματική».

[6] Βέβαια, επειδή ο λόγος έχει πάντα και αντίλογο, οφείλω εδώ να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από κείμενο του Σταύρου Κουγιουμτζή, Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια, εκδ. Κέδρος 2001, σ.125-126, στο οποίο αποκαλύπτεται παρηγορητικά και με άκρα ευαισθησία και η θετική πλευρά της εξορίας των κοιμητηρίων. Μια τέτοια ανάγνωση όμως της ιστορίας ανήκει μόνο στους άγιους και τους ποιητές. «Το ’82 χάσαμε τη μητέρα μας. Πέθανε μια Κυριακή του Οκτώβρη. Την ίδια μέρα έκλεινε οριστικά το κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής, που ήταν λίγο πιο πάνω από τη γειτονιά μας. Στη θέση του άνοιγε ένα άλλο, κάπου έξω από τον Εύοσμο, σ’ έναν ερημότοπο, μακριά από σπίτια και ανθρώπους. Έτσι, τη Δευτέρα τ’ απόγευμα πήγαμε τη μητέρα μας στο νέο κοιμητήριο.  Ήταν ο μόνος τάφος σε ολόκληρο το νεκροταφείο. Το βράδυ εκείνο κάθε τόσο ξυπνούσαμε από την οδύνη του χαμού της κι από το γεγονός ότι την αφήσαμε μόνη σ’ εκείνη την ερημιά. Την άλλη μέρα, όταν πήγαμε, είδαμε πως είχαν φέρει κάποιον δίπλα της, που, όπως μάθαμε, ήταν εβδομήντα επτά χρονώ και είχε το όνομα του πατέρα μου·  τον λέγαν Γιάννη. Αυτή η σύμπτωση μας ανακούφισε. Η μητέρα μας δεν θα ’ταν μόνη, θα ’χε  μια συντροφιά. Σ’ ένα δυο μήνες, εκείνος ο τόπος έγινε μια μεγάλη γειτονιά. Με τους ηλικιωμένους της, με τους γέρους της και με τους νέους της·  με τα καντηλάκια της, με τα λουλούδια της και με τους σταυρούς της. Τώρα μια γαλήνη απλωνόταν εκεί πέρα. Περίεργο πράγμα, σκέφτηκα. Ο θάνατος ημέρεψε αυτόν τον αγριότοπο, τον έκανε πιο ανθρώπινο». Πρβλ. Τάσου Λειβαδίτη, Έρωτας, Ποίηση, τόμος τρίτος (1979-1987), εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2003: «Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά/ για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε». Για τις γειτονιές των κεκοιμημένων, αλλά και για το μυστήριο του θανάτου, έχουν γραφτεί πολλά στη λογοτεχνία. Υπενθυμίζω ενδεικτικά τα παρακάτω, Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι, Μπόμποκ, Μπόμποκ, Μικρές Εκόνες, Αιωνόβια, μετάφραση Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, επιμέλεια-ανάπλαση κειμένου Καδιώ Κολύμβα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1996, σ. 17-61· T. Wilder, Η μικρή  μας πόλη, μετάφραση Ηλία Βολανάκη,  εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1957, σ. 76-84.

[7] Εσχάτως διαμορφώνεται μια στάση ιδιάζουσας αξιοπρέπειας, μια ανασταλτική διαδικασία άμυνας,  που απαγορεύει τον θρήνο. Ως επιχείρημα μιας τέτοιας στάσης κοντά στα άλλα χρησιμοποιείται και η δήθεν αρνητική στάση των πατέρων απέναντι σε αυτόν. Η αλήθεια, όμως, των πραγμάτων αποκαλύπτει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Βλ. σχετικά, π. Φ. Φάρος, Το πένθος. Ορθόδοξη, λαογραφική και ψυχολογική θεώρηση,  σ.  139-141. Πρβλ. A. Bloom, Ο θάνατος ως κέρδος, μετάφραση-επιμέλεια Βασίλης Αργυριάδης, εκδ. Εν πλω, Αθήνα 2005, σ. 75-101.

[8] Βλ. σχετικά, Ιωάννη (Ζηζιούλα), Μητροπ. Περγάμου, Ορθοδοξία και σύγχρονος πολιτισμός, Αντίφωνο (Νοέμβριος 2007), σ. 11[www.antifono.gr]: «Ένα άλλο πρόβλημα που δημιουργεί πλέον η πορεία του πολιτισμού, και μη σας φανεί περίεργο, είναι η διάσωση του σώματος. Ναι, το σώμα απειλείται. Εάν σκεφτούμε βαθύτερα τι συνεπάγεται η πληροφορική, το Διαδίκτυο και όλα τα μέσα, με τα οποία οι άνθρωποι επικοινωνούν πλέον μεταξύ τους, καταλαβαίνουμε ότι το μεγαλύτερο θύμα όλου αυτού του πολιτισμού είναι το ανθρώπινο σώμα. Δεν χρειάζεται πλέον να χρησιμοποιώ το σώμα μου για να ψωνίζω, να πάω στο διπλανό μαγαζί να συναντήσω εκεί το γείτονά μου να ψωνίσει και αυτός. Μπορώ θαυμάσια μέσω του Διαδικτύου να  παραγγείλω τα ψώνια, να κάθομαι στο σπίτι μου, να επικοινωνώ με τους γείτονές μου, με τους φίλους μου, χωρίς να χρησιμοποιώ το σώμα μου. Χωρίς το σώμα αυτό να το έχω ως μέσο κοινωνίας με τους άλλους. Θα είναι λοιπόν θύμα του πολιτισμού το σώμα».

[9] Για το νεκρικό λείψανο και την επιτάφια φροντίδα του, βλ. την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη του π. Δημητρίου Τζέρπου, Το νεκρικό λείψανο και η επιτάφια φροντίδα του, Νεκρώσιμα τελετουργικά (Εισηγήσεις-Πορίσματα Ιερατικού Συνεδρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, Έτους 2001), εκδ. Ι.Μ. Δράμας, Δράμα 2001, σ. 185-240.

[10] «Οι άνθρωποι, ιδιαίτερα στη Δύση, άρχισαν να “απωθούν” την ύπαρξη του θανάτου, αποφεύγοντας κάθε σχετική συζήτηση. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται “…ο θάνατος και η αρρώστια έχουν απομακρυνθεί από το σπίτι και την οικογένεια. Οι άνθρωποι των δυτικών κοινωνιών δοκιμάζουν μεγάλη δυσφορία και καταλαμβάνονται από ασυγκράτητη οργή όταν ο άρρωστος πεθάνει σε…ακατάλληλη στιγμή και σε λάθος τόπο”( π. Φ. Φάρου, Το πένθος. Ορθόδοξη, λαογραφική και ψυχολογική θεώρηση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001, σ. 60)», Δ. Η. Μπουρίκος-Π.Α. Σταθόπουλος, Πόνος-θλίψη-θάνατος:Η προσέγγιση της Κοινωνικής Εργασίας, Α.Γ. Μαγριπλής (επιμέλεια), Όψεις του πολιτιστικού φαινομένου. Επιστημολογικές προσεγγίσεις του θανάτου και της ζωής, σ. 102.

[11] D.J.Davies, Θάνατος. Μια σύντομη ιστορία,  σ. 40. Για μια πρώτη συζήτηση της Ορθόδοξης θεολογίας με τις προκλήσεις της βιοηθικής, βλ. Α.Γ. Κεσελόπουλος, Εκ του θανάτου εις την ζωήν. Θεολογική προσέγγιση στις προκλήσεις της βιοηθικής, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003.

[12] π. Λ. Φωτόπουλος, Ο Ιερέας Ευσέβιος Θεριακής, Εφημέριος 5(1994). Πρβλ. Ι.Π. Μπουγάς, Δεν τους καίμε τους νεκρούς μας, γιατί θέλουμε να τραγουδάμε μαζί τους το «Χριστός Ανέστη», Α. Γ. Μαγριπλής (επιμέλεια), Όψεις του πολιτιστικού φαινομένου. Επιστημολογικές προσεγγίσεις του θανάτου και της ζωής,  σ. 290.

[13] Μια θαυμάσια δυνατότητα λειτουργίας στα όρια  του αντίποδα μιας τέτοιας πραγματικότητας, τουτέστιν  στο χώρο της αποδοχής πως η θέα του νεκρού προκαλεί την κατανόηση της ζωής, συναντούμε στο εξαιρετικό βιβλίο του Paul Gadenne, Η Φάλαινα, μετάφραση Βάνιας Χατζάκη, εκδ. Άγρα, Αθήνα  2007.

[14] Την αμηχανία αν μη τι άλλο του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο δείχνουν και τα περίφημα Μορτίσιανς της Αμερικής, για τα οποία ο Γιάννης Τσαρούχης γράφει, στις 7 Οκτωβρίου του 1958: «Μια ιδιοτυπία της Αμερικής, τα Μορτίσιανς. Μεγάλες πανέμορφες βίλλες νεοκλασικές ή μοντέρνες, που είναι για τους πεθαμένους. Μέσα εκεί ταριχεύονται οι νεκροί, μακιγιάρονται και εκτίθενται σε προσκύνημα μέσα σε ωραία ακριβά έπιπλα και λουλούδια. Κάθε φορά που ρωτάω ποιανού είναι αυτή η θαυμάσια βίλλα με τα ωραία βικτωριανά έπιπλα από σίδερο βαμμένο άσπρο στον κήπο, μου απαντούν “Μορτίσιανς”», Αγαπητέ μου Γιάννη…Τρία γράμματα. Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1997, σ. 52-53.

[15] π. Α. Σμέμαν, Ημερολόγιο, σ. 324.

[16] Βλ. σχετικά, Γ. Τ. Αλεξιάς, Ο Θάνατος ως Show, ως Καταναλωτικό Αγαθό: Η περίπτωση της έκθεσης «Body Worlds», Α. Γ. Μαγριπλής (επιμέλεια), Όψεις του πολιτιστικού φαινομένου. Επιστημολογικές προσεγγίσεις του θανάτου και της ζωής,  σ. 79-80. Πρβλ. I. Yalom , Στον κήπο του Επίκουρου. Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου, σ. 156-157: «Σε κάποια στιγμή της ζωής –μερικές φορές στα πρώτα μας χρόνια, άλλοτε όψιμα- είναι βέβαιο ότι όλοι μας θα ξυπνήσουμε και θ’ αντιληφθούμε τη θνητότητά μας. Είναι τόσο πολλά αυτά που την πυροδοτούν μια ματιά στον καθρέφτη που δείχνει το σαγόνι μας να κρεμάει, τα μαλλιά μας ν’ ασπρίζουν, τους ώμους μας να καμπουριάζουν. Η παρέλαση των γενεθλίων, ιδίως όσων αφορούν στρογγυλές δεκαετίες –πενήντα, εξήντα, εβδομήντα. Η συνάντηση μ’ έναν φίλο που έχεις πολύ καιρό να τον δεις και σε σοκάρει το πόσο έχει γεράσει. Όταν βλέπεις παλιές φωτογραφίες του εαυτού σου και των ανθρώπων που γέμιζαν την παιδική σου ηλικία κι είναι πια από καιρό νεκροί.  Μια συνάντηση με τον Κύριο Θάνατο σ’ ένα όνειρο. Τι νιώθει κανείς, όταν έχει μια τέτοια εμπειρία;  Και τι κάνει γι’ αυτό; Βυθίζεται σε μια φρενιτιώδη δραστηριότητα, για να εξαντλήσει το άγχος και ν’ αποφύγει το θέμα; Προσπαθεί  ν’ απομακρύνει τις ρυτίδες με αισθητική χειρουργική ή να βάψει τα μαλλιά του; Αποφασίζει να παραμείνει για μερικά χρόνια στην ηλικία των τριανταεννέα ετών; Περισπά πολύ γρήγορα τον εαυτό του με τη δουλειά και τη ρουτίνα της καθημερινής ζωής; Σβήνει απ’ τη μνήμη του κάθε τέτοια εμπειρία; Αγνοεί τα όνειρά του; Σας προτρέπω να μην περισπάτε τον εαυτό σας. Το αντίθετο, γευτείτε την αφύπνισή σας. Εκμεταλλευτείτε την. Κάντε ένα σταμάτημα, καθώς κοιτάζετε την φωτογραφία του νεότερου εαυτού σας. Αφήστε την έντονη στιγμή να σας κατακλύσει και παρατείνετέ τη λιγάκι. Γευτείτε και τη γλυκύτητά της μαζί με την πικρή της γεύση».

[17] Ν.Γ. Πεντζίκη, Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής και άλλα μεταγενέστερα κείμενα, εκδ. ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 189. Ο Πεντζίκης άλλωστε, κόντρα στο ρεύμα του σύγχρονου αντιανθρωπισμού, που στηρίζεται στα γυάλινα ποδάρια μιας άκρως ατομικιστικής-ρατσιστικής ανθρωπολογίας,  ήταν αυτός που είπε τη μεγάλη κουβέντα, πως ο ασθενής, ο άρρωστος άνθρωπος, μοιάζει, είναι «σαν ένα μνημείο αφαντάστου κάλλους, σαν έναν ήρωα οδεύοντα προς την αποκάλυψη, της υπεράνω των ανθρωπίνων μέτρων αλήθειας», Σημειώσεις εκατό ημερών, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 120.,  Πρβλ. Χ.Α. Σταμούλη, Κάλλος το άγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, σ. 261.

*Απόσπασμα από το βιβλίο, Έρως και θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2019. https://armosbooks.gr/shop/theologia/eros-kai-thanatos/

3 σκέψεις σχετικά με το “Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Εάν επιστρέψει ο θάνατος ίσως επιστρέψει και ο έρωτας…*

Σχολιάστε