Συντάκτης: antidosis
Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Η ζωή του ανθρώπου είναι υφασμένη με εκείνα τα πουλιά που τα ονομάζουμε όνειρα.
Καθηγητής Θεολογίας και Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, συνθέτης, μαέστρος, συγγραφέας… Υπάρχει κάτι άλλο με το οποίο θα θέλατε να ασχοληθείτε και δεν το έχετε κάνει ακόμα;

Καταρχήν θα πρέπει να σας πω, ότι είναι πολύ σημαντικό για οποιονδήποτε άνθρωπο να ασχολείται με πράγματα που επιθυμεί. Προσωπικά μου χαρίστηκε αυτή η μεγάλη ευλογία, μου δόθηκε το δώρο να καταπιάνομαι καθημερινά, σε επίπεδο επιβίωσης, με τις μεγάλες μου αγάπες, που με συντροφεύουν από παιδί, τη θεολογία και τη μουσική. Δύο αντικείμενα με αξεπέραστο ενδιαφέρον και συγγένειες καλά κρυμμένες σε όλα εκείνα τα υλικά που συγκροτούν τον εαυτό τους. Όσον αφορά το ερώτημα σας, θα πρέπει να σας πω ότι η ζωή του ανθρώπου είναι υφασμένη με εκείνα τα πουλιά που τα ονομάζουμε όνειρα. Όσο ονειρευόμαστε υπάρχουμε. Ναι, λοιπόν, υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν έχω κάνει και οπωσδήποτε θα ήθελα κάποτε να μπορέσω να πραγματοποιήσω. Μη θαρρείτε πως είναι μεγαλεπήβολα. Μικρά θελήματα είναι που δίνουν ακόμα μια ευκαιρία στη συνάντηση, στη φιλία και στον έρωτα. Θα ήθελα για παράδειγμα να μπορούσα κάποτε να φτιάξω ένα καφενείο, στη γενέτειρα μου, την Άφυτο της Χαλκιδικής, που θα λειτουργεί σαν χώρος συνάντησης ρευμάτων, τάσεων και δημιουργίας. Ένας χώρος όπου θα γιορτάζουμε τα γράμματα, τις τέχνες και τον πολιτισμό με ήθος ποιητικό. Εκεί θα συναντιόμαστε με φίλους παλιούς, που ο χρόνος-κρόνος μου τους στερεί, αλλά και άλλους νέους που οι καιροί θα φέρουν. Ίσως έτσι καταφέρουμε να μεταδώσουμε και στα νέα παιδιά μιαν άλλη αναπνοή, μιαν άλλη αίσθηση του χρόνου, υπό την προστασία ενός άλλου χώρου, που από μόνος του εισηγείται καινούργιο τρόπο. Επί του παρόντος παρηγοριέμαι με την πινακίδα του καφενείου που ο φίλος ζωγράφος Νικόλας Μπλιάτκας εδώ και χρόνια μου έχει ετοιμάσει.
Τι είναι αυτό που σας μάγεψε στη Θεολογία και τι στη μουσική;
Η αποκάλυψη ενός κόσμου πέρα από τη φθορά και την αλλοτρίωση. Η δυνατότητα που και οι δυο προσφέρουν για συνάντηση και συμβολή. Ξέρετε, οι πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν την ενέργεια του Θεού τέχνη και καλλιτεχνία και τον Θεό, εξαιτίας της δημιουργικής του ενέργειας, καλλιτέχνη. Την ενέργεια του διαβόλου την ονομάζουν κακοτεχνία και καλούν τους πιστούς, τα μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας να την αποφεύγουν, διότι δεν επιτρέπει την ενότητα της αγάπης. Η μαγεία, λοιπόν, της θεολογίας και της τέχνης είναι η ποιητική της αγάπης, η ασκητική της αγάπης, της μόνης δηλαδή δύναμης σήμερα που διαλέγεται ευθέως με την ελευθερία και επιτρέπει την αντίσταση στις ασκήμιες του καιρού μας.
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος της θρησκείας σήμερα στους ανθρώπους;
Ταυτόχρονα δημιουργικός και καταστροφικός. Δημιουργικός, όταν μέσα από την ανάδειξη της ανθρώπινης ελευθερίας και αγάπης συγκροτεί βίο και αποκαλύπτει το μέγεθος και τη σημαντικότητα της ευθύνης και καταστροφικός όταν η θρησκεία χρησιμοποιείται ως άλλοθι προκειμένου να εξυπηρετηθούν ιδιοτελείς σκοποί ανθρώπων συστημικών και συνεπώς δαιμονικών. Στην πρώτη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι η ανάσταση του ανθρώπου και της κοινωνίας, ενώ στη δεύτερη ο μηδενισμός του και η ολοκληρωτική καταστροφή της αξιοπρέπειας. Μαζί και αφανισμός της συλλογικότητας, της κοινωνικότητας και της κοινοτικότητας, η ολοκληρωτική αδυναμία συγκρότησης του μυστηρίου της Εκκλησίας. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι εσχάτως έχουμε αύξηση των «πονηρών» οι οποίοι πουλούν στις δημόσιες αγορές των ειδώλων τα άγια των αγίων, τις ακριβές ελπίδες ανθρώπων απλών που τους εμπιστεύθηκαν τις αγωνίες τους και τους καημούς τους, τα όνειρα μιας ολόκληρης ζωής. Όλοι αυτοί οι «πονηροί» της ιστορίας ενδιαφέρονται για την «αλήθεια», ενώ ο εκκλησιαστικός άνθρωπος, στον οποίο αναφέρεται και ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, σταυρώνεται για τη σχέση∙ αναζητά μανιωδώς την παραμυθία του προσώπου και αποστρέφεται το παραμύθιασμα. Γράφει σχετικά: «Επί πλέον, αν κάποιος μου απεδείκνυε ότι ο Χριστός δεν ταυτίζεται με την αλήθεια κι ότι, στην πραγματικότητα, η αλήθεια είναι εκτός Χριστού, θα προτιμούσα τότε να παραμείνω με τον Χριστό, παρά να πάω με την αλήθεια…».
Πείτε μας λίγα λόγια για την καινούρια σας δισκογραφική δουλειά «Αγάπη σ’ αγαπάω».
Πρόκειται για οκτώ τραγούδια που δοκιμάσθηκαν συναυλιακά εδώ και έξι-επτά χρόνια και εκδόθηκαν από τον Αρμό του Γιώργου Χατζηιακώβου σε πείσμα των καιρών. Αναστήθηκαν, δηλαδή, σε μια εποχή παγωμένη για τη δισκογραφία, σε έναν τόπο σαστισμένο και αμήχανο. Επιλέχθηκαν από μια μεγαλύτερη ομάδα τραγουδιών τα οποία γράφτηκαν από το 2005 μέχρι και το 2011. Η διάθεσή τους είναι λυρική. Τα χρώματά τους λαϊκά και μελαγχολικά. Τα ταξιδεύουν οι σπαρακτικές φωνές της Μελίνας Κανά, του Γεράσιμου Ανδρεάτου και του Απόστολου Ρίζου και τα μοναδικά παιξίματα του Θάνου Σταυρίδη, του Δημήτρη Λάππα και του Βασίλη Βαρβαρέσου. Η έκδοσή τους συνοδεύεται από ένα όμορφο βιβλιαράκι που περιέχει κείμενα για την αγάπη των Σολομώντα, Όσκαρ Ουάιλντ, Χαλίλ Γκιμπράν, Μάνου Χατζιδάκι, Τάσου Λειβαδίτη, Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, Βασιλείου Αγκύρας και Τάκη Βαρβιτσιώτη. Τα σχέδια που κοσμούν το βιβλίο είναι του Χρίστου Πίτσιλου. Σε αυτή την εργασία πέρα από τα πέντε τραγούδια στα οποία οι στίχοι είναι δικοί μου, είχα τη χαρά να μελοποιήσω Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (‘Ερωτας στα χιόνια), Παναγιώτη Θωμά, και Σόνια Κούμουρου. Το εικαστικό του εξωφύλλου, «το ταξίδι», είναι έργο του ζωγράφου Ανδρέα Νικολάου.
Ποια είναι η πηγή έμπνευσής σας για τα τραγούδια που γράφετε;
Τα πρόσωπα και τα πράγματα μιας ολόκληρης ζωής. Μνήμες, αγάπες, απώλειες, όνειρα… Όλα εκείνα τα μικρά πράγματα της καθημερινότητας που η αδιάβροχη ζωή μας, μας κρύβει επιμελώς και εντέχνως. Καθετί που επιτρέπει το διάλογό μας με τα καίρια θέματα του έρωτα και του θανάτου.
Συνθέτοντας ένα τραγούδι, έχετε ήδη στο μυαλό σας τον καλλιτέχνη που θα θέλατε να το ερμηνεύσει;
Κάποιες φορές ναι, άλλες πάλι όχι. Για παράδειγμα με τη Μελίνα και τον Γεράσιμο συνεργαζόμαστε εδώ και χρόνια. Πάντα είχα την κρυφή ελπίδα πως θα άκουγα κάποια φορά και δικά μου τραγούδια με τις φωνές τους. Με τον Απόστολο βρεθήκαμε την τελευταία στιγμή και ήταν σα να γνωριζόμασταν χρόνια. Πάντα, όμως, το τελικό αποτέλεσμα μιας ηχογράφησης κρύβει εκπλήξεις. Ποτέ δεν ξέρεις πως θα ταξιδέψει ένα τραγούδι. Δεν μπορείς από τα πριν να προβλέψεις την τελική έκβαση και έτσι μένεις ανοιχτός αναμένοντας το θαύμα.
Έχετε κάνει πολλές και αξιοσημείωτες δουλειές τόσο στο χώρο της σύνθεσης, όσο και σε αυτόν της συγγραφής. Υπάρχει κάποια όμως που για σας έχει ξεχωριστή αξία;
Θέλω να πιστεύω πως όλες οι δημιουργίες μου έχουν λόγο ύπαρξης. Δεν αισθάνομαι ότι κάποια από αυτές προσβάλει την αξιοπρέπεια τη δική μου, αλλά και όλων εκείνων των ανθρώπων με τους οποίους επικοινωνούμε μυστικά. Υπάρχουν βέβαια κείμενα και τραγούδια αγαπημένα και λιγότερο αγαπημένα. Καμιά φορά κοιτάζω με ικανοποίηση τα πρώτα, μα αγκαλιάζω στοργικά τα δεύτερα, που ίσως σήμερα δεν θα τα έγραφα, γιατί είμαι αλλού. Είναι, όμως, οι δικές τους ατέλειες, οι δικές τους αναπηρίες, οι οποίες αξιοποιημένες κατάλληλα μου άνοιξαν καινούργιους δρόμους, μου έδωσαν δυνατότητες που κάποτε δεν φανταζόμουνα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η τελευταία πάντα δουλειά διεκδικεί το απόλυτο ενδιαφέρον μου. Έτσι και τώρα στην πρώτη γραμμή βρίσκονται το βιβλίο μου, Έρως και θάνατος και το Αγάπη σ’ αγαπάω.
Ποια είναι η άποψή σας για τις απεργίες που συμβαίνουν στα ελληνικά πανεπιστήμια αυτή τη στιγμή;
Δεν συμφωνώ καθόλου με αυτές. Η απεργία, και το έχω πει τελευταία σε όλους τους τόνους, πέρα από μια ουραγό συμβολικότητα, δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να προσφέρει τίποτα απολύτως. Είναι ένα όπλο φθαρμένο. Κάποιοι εδώ και χρόνια φρόντισαν να το κακοποιήσουν και να το ακυρώσουν, έτσι ώστε να μη σώζει πλέον τους ταπεινούς και καταφρονεμένους, που εσχάτως πληθαίνουν στον τόπο μας. Εάν θέλουμε να παλέψουμε στ’ αλήθεια με το τέρας της εξουσιαστικότητας θα πρέπει να βρούμε καινούργια μέσα αντίστασης. Όσο δεν τα βρίσκουμε θα επιτείνουμε την ιστορική μας αμηχανία, θα παραμένουμε προβλέψιμοι και ως εκ τούτου θα αποτελούμε εύκολη λεία για όλους εκείνους που καταδυναστεύουν τις συνειδήσεις μας και ασελγούν στο σώμα των βασικών αναγκών μας.
Αν ήταν στο χέρι σας, τι αλλαγές θα κάνατε στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση της χώρας;
Έχω την αίσθηση ότι η μεγαλύτερη αλλαγή που μπορεί κανείς να διεκδικήσει σήμερα είναι η αλλαγή συνείδησης. Η επαναφορά των πραγμάτων στο χαμένο κέντρο της δημιουργικότητας. Η απομάκρυνσή μας από όλες εκείνες τις συμπεριφορές και πρακτικές που πλήγωσαν την ευαισθησία ενός ολόκληρου λαού. Πρέπει επιτέλους να περιθωριοποιήσουμε το ανέραστο και τους διεκπεραιωτές του. Όλες οι άλλες αλλαγές είναι τεχνικές και ακολουθούν. Πιστεύω βαθιά, πως μπορούμε να ονειρευόμαστε και να δημιουργούμε έργα πολιτισμού ακόμη και μέσα στην αυλή του πιο ακραίου ρεαλισμού, που πολλές φορές αμαρτάνοντας χάνει το δρόμο του και διαλεγόμενος με μορφές απροκάλυπτης χυδαιότητας επιδιώκει τον τελικό συμβιβασμό.
Χρυσόστομος Α.Σταμούλης, Έως ότου το Κάλλος μας κατοικήσει
Προσδοκώ «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος», έτσι ακριβώς όπως το λέγει το Σύμβολο της Πίστεως. Προσδοκώ, δηλαδή, την ανάσταση που οι Αθηναίοι κάθε εποχής και κάθε Αθήνας χλευάζουν. «Ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου». Την ανάσταση του παράλογου και του παράδοξου, της μωρίας και του σκανδάλου του Σταυρού. Μια ανάσταση που αναστατώνει κάθε πεζή ύπαρξη και δημιουργεί ρωγμές στη συστημική βεβαιότητα ενός κόσμου κλειστού και άνυδρου. Ενός κόσμου που παραδίνεται στη βία της ακινησίας, της συνήθειας και της σιωπής. Προσδοκώ, αλλιώς πιστεύω. Πιστεύω και την ίδια στιγμή αμφιβάλλω. Αμφιβάλλω και αλλάζω, πιστεύω και αλλάζω. Οσο πιστεύω προσδοκώ και όσο προσδοκώ πιστεύω. Κινούμαι. Ελπίζω. Νικάω τον θάνατο.

Αλλωστε, τι είναι η πίστη; Η υπόσταση των ελπιζομένων και η αβεβαίωτη βεβαίωση πραγμάτων που δεν βλέπουμε, αλλά υποψιαζόμαστε. Υποψιαζόμαστε οσφραντικά, από το ενθάδε, το επέκεινα. Από το εδώ το αλλού. Διότι εν τέλει τα πάντα είναι αλλού. Ενα αλλού, που δεν υποτιμά το εδώ, δεν το εξαφανίζει, αλλά το γεμίζει νόημα· το υποστασιάζει. Το κλείνει ερωτικά στην αγκαλιά του και το κάνει να ζει μαζί του. «Ο εμός έρως εσταύρωται», είπε ο άγιος της εκκλησίας. Σταυρώθηκε για εμένα, σταυρώθηκε για τον καθένα, σταυρώθηκε «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Ζωής εδώ και τώρα και ζωής που θα έλθει στο τέλος της ιστορίας. Εκεί που το τέλος συναντά την τελείωση, την πλήρωση.
«Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός». Προσδοκώ ανάσταση νεκρών, μα και ανάσταση ζωντανών. Ανάσταση από τον θάνατο της πλεονεξίας και της υποκρισίας. Προσδοκώ ανάσταση της ελευθερίας, της ευαισθησίας και της ανθρωπινότητας, μα κυρίως του έρωτα και της αγάπης. Της πράξης και του ονείρου. Εκεί που το ανέραστο και το διεκπεραιωτικό δεν θα έχουν θέση. Προσδοκώ ανάσταση των τσαλακωμένων και των ανυπεράσπιστων, των αδύνατων, των αδύναμων και των περιθωριοποιημένων. Ανάσταση της ευθύνης, έτσι ώστε να αρχιτεκτονηθεί ξανά η σκόρπια ζωή. «Κάποιος πρέπει να φωνάξει πως θα χτίσουμε τις πυραμίδες. Δεν έχει σημασία αν δεν τις χτίσουμε». Προσδοκώ την πρόσληψη της ετερότητας, της κάθε ετερότητας, όχι απλά την ανοχή της. «Δος μοι τούτον τον ξένον». Την πρόσληψη αυτού που δεν είμαι, των εξαντλημένων και των πασχόντων. Να γίνουν οι φτωχοί η αγία τράπεζα του σύγχρονού μας βίου. «Οταν ουν ίδης πένητα πιστόν θυσιαστήριον οράν νόμιζε». Να ακούσουμε «τις φωνές που μοιάζουν άχρηστες». Προσδοκώ την ανάσταση κάθε αίσθησης, την ανάσταση της έκπληξης. Να δούμε αλλιώς τον κόσμο, με μάτια καινούργια, με μια φλόγα άσβεστη. Να πυρπολήσουμε τη μιζέρια και το ανικανοποίητο.
Προσδοκώ την ανάσταση εκείνου του ενός πράγματος που έχουμε ανάγκη. Την ανάσταση της άσκησης και της ευχαριστίας. Την καταφυγή στην αδύναμη δύναμη που επιτρέπει την ποιητική υπέρβαση της εσωστρέφειας, την ψηλάφηση του άθλου της ανάκρισης που γεννά ανάκραση τρόπου, συνάντηση τίμια. Προσδοκώ εκείνη την αίσθηση, εκείνο το βλέμμα που θα κοιτάει την κάθε στιγμή ως τελευταία. «Εστι δε το λεγόμενον τοιούτον, ίνα, εγειρόμενοι καθ’ ημέραν, νομίζωμεν μη μένειν έως εσπέρας, και πάλιν μέλλοντες κοιμάσθαι, νομίζωμεν μη εγείρεσθαι». Προσδοκώ την ανάσταση της πείνας και της δίψας. Την ανάσταση της εγρήγορσης. Το καλωσόρισμα των διχασμένων, την ήττα της κακοτεχνίας και τη λάμψη της ομορφιάς. Προσδοκώ την ανάσταση της απορίας, της πάλης και της αντίστασης, έως ότου κατοικήσουμε το κάλλος, έως ότου το Κάλλος μας κατοικήσει.
https://www.kathimerini.gr/society/562372903/h-anastasi-poy-prosdoko/
Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Προοπτικές για ένα σύγχρονο μάθημα των θρησκευτικών*

Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, φίλες και φίλοι,
«Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις»[1]. Η επίσκεψη, δηλαδή, των λέξεων προκειμένου να λειτουργηθεί το μυστήριο της συνεννόησης και να αναδειχθεί ο επιδιωκόμενος τρόπος. Να δοκιμασθεί με άλλα λόγια το ρεαλιστικό του εγχειρήματος, να επιχειρηθεί η κίνηση και να αναζητηθούν οι οσφραντικές υποψίες μιας επιζητούμενης αλλαγής.
Οι προοπτικές, λοιπόν, το σύγχρονο και το μάθημα των θρησκευτικών. Ψηφίδες για τη δημιουργία έργου -ψηφιδωτού-, ικανού να κομίσει νόημα. Και εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, διότι πάντα το σαφές αντιστέκεται, τουλάχιστον να επιτρέψει την, διά της διωκόμενης από συστήματα και συστημικούς φαντασίας, αναζήτηση μιας ποιητικής, καθώς θα έλεγε ο Χαίλντερλιν, εγκατοίκησης. Και το λέγω τούτο, διότι μοιάζει ο κόσμος να γλιστρά, αργά αλλά σταθερά, σε μια διεκπαιρεωτική αντιποιητική, σε μια πεζότητα άκρως αντιερωτική και γι’ αυτό άκρως αντιδημιουργική.
Ξεκινώ από την πρώτη ψηφίδα. Την προοπτική, η οποία, σε μια βασική και γενική περιγραφή της, είναι η τέχνη προβολής του τρισδιάστατου χώρου σε επιφάνεια δύο διαστάσεων και η δημιουργία αίσθησης βάθους σε μια επίπεδη επιφάνεια. Πρόκειται για μέθοδο απεικόνισης, η οποία «έχει πολλά κοινά με την εμπειρική προοπτική, τον τρόπο δηλαδή που οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε το χώρο και τα αντικείμενα μέσα σ’ αυτόν». Βέβαια, η προοπτική επειδή «στην πραγματικότητα […] βασίζεται στη στατική άποψη ενός σημείου οράσεως και σε γεωμετρικούς υπολογισμούς, επιτυγχάνει μια προσέγγιση μόνο του σύνθετου τρόπου της λειτουργίας της όρασης». Πράγμα που σημαίνει, πως «η προοπτική σαν επιστήμη σχετίζεται με την οπτική, δηλαδή τη μελέτη των νόμων της όρασης, επιστήμη που άρχισε και άνθισε στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Το προοπτικό σύστημα απεικόνισης όμως αναπτύχθηκε και οριστικοποιήθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα, με τους πρωτοποριακούς πειραματισμούς του Filippo Brounelesci (1377 – 1446) και του Leon Battista Alberti (1406 – 1472). Ο τελευταίος ειδικά θεωρούσε την επιφάνεια προβολής της προοπτικής εικόνας σαν “ανοιχτό παράθυρο, μέσα από το οποίο βλέπουμε το ζωγραφικό θέμα”»[2]. Ο Γιάννης Τσαρούχης, μάλιστα, αναφερόμενος στο θέμα της προοπτικής, σημειώνει, πως ανήκει στα βασικά της ζωγραφικής, στα ουσιώδη της τέχνης, καθώς αποτελεί τη μια από τις τρεις γραίες, οι άλλες δύο είναι η ανατομία και η λογική, οι οποίες «εξαφανίστηκαν, για να αντικατασταθούν με τις άνευ λόγου ελευθερίες». Και είναι τέτοια η ματιά του, που με άνεση κινείται, στα όρια του «εύκαιρου και εύλογου» τρόπου κατανόησης, συνεχώς ανάμεσα στην ανάγκη της προοπτικής, τον περιορισμό της, την άρνησή της, αλλά και την ανεστραμμένη κατά τα βυζαντινά πρότυπα λειτουργία της. Και το λέγω τούτο για να δείξω, πρώτον, ότι η προοπτική αποτελεί στ’ αλήθεια φυσικό στοιχείο του τρόπου μας, καθώς συνδέεται με την ανθρώπινη οπτική, τη ματιά και το βλέμμα -δεν αποτελεί, δηλαδή, μια καινοτομία, έναν νεωτερισμό-, αλλά μαζί και δεύτερον, σημείο δοκιμασίας της ελευθερίας μας και των αναγκών που δημιουργεί η ίδια η φυσιολογία του σώματος, η ίδια ζωή[3].
Και προχωρώ στη δεύτερη ψηφίδα, στο σύγχρονο. Διαβάζουμε στον Ριζοσπάστη της 14ης Ιουνίου του 1998: «Πριν λίγες μέρες, συγκεκριμένα στις 29 Μάη, ήταν η ογδοηκοστή πέμπτη επέτειος της πρεμιέρας ενός από τα πιο διάσημα μπαλέτα στην ιστορία του χορού: της “Ιεροτελεστίας της Άνοιξης”. Η πρεμιέρα έγινε στις 29 Μάη 1913, στο θέατρο “Champs Elysees” (“Σανζ Ελιζέ” του Παρισιού) και στη συνέχεια, στις 11.7.1913, στο Λονδίνο από τα “Ρωσικά Μπαλέτα” του Σ. Ντιαγκίλεφ (ο πρώτος ιμπρεσάριος του χορού). Τα “Ρωσικά Μπαλέτα” ήταν μια χορευτική ομάδα που επηρέασε βαθιά το χορό της Δύσης και προκάλεσε ριζικές αλλαγές στο χορό. Θεωρήθηκε η αρχή του “σύγχρονου μπαλέτου”. (Ο όρος χρησιμοποιείται για να γίνεται σαφής η διάκριση μεταξύ “ρομαντικού μπαλέτου”, “κλασικού μπαλέτου” κτλ. και δεν έχει την έννοια του “σύγχρονου χορού” που ξέρουμε) […] Από την άλλη, η μουσική του Στραβίνσκι χαρακτηρίστηκε από την πρώτη στιγμή “επαναστατική”, γιατί έσπασε την παραδοσιακή μελωδική γραμμή και την αρμονία της μουσικής. Οι καινοτομίες του, στο ρυθμό και την ενορχήστρωση, έμελλε να αλλάξουν τη δυτική μουσική»[4].
Και στη σελίδα του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης διαβάζουμε τα εξής: «Στόχος του ΕΜΣΤ είναι να γίνει ο κορυφαίος εθνικός θεσμός για τη σύγχρονη τέχνη και τον οπτικό πολιτισμό στην Ελλάδα και ένας από τους ηγετικούς θεσμούς της Νότιας Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Για το Μουσείο, η τέχνη και ο οπτικός πολιτισμός (μήπως η θεολογία-το μάθημα των θρησκευτικών) αποτελούν σημαντικό παράγοντα μετασχηματισμού της εκπαίδευσης, της παραγωγής γνώσης, των εναλλακτικών αφηγήσεων, και κινητήρια δύναμη για τη διάδοση αξιών προόδου και χειραφέτησης στην κοινωνία. Το Μουσείο (η θεολογία-το μάθημα των θρησκευτικών) εστιάζει σε πρακτικές που εξετάζουν με κριτικό βλέμμα συνολικά την κοινωνία και τις πολιτικές της προτεραιότητες και πραγματεύονται κεντρικά ζητήματα της εποχής μας όπως η δημοκρατία, η διακυβέρνηση, η ισότητα, η οικονομία, το περιβάλλον, οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της κυριαρχίας της τεχνολογίας, ενώ ταυτοχρόνως αναδεικνύουν τη σημασία του δημόσιου διαλόγου και των “κοινών”. Το ΕΜΣΤ δίνει έμφαση σε θεματικές και ομαδικές εκθέσεις σύγχρονης τέχνης αλλά και σε άλλες μορφές οπτικού πολιτισμού, και αναπτύσσει (η θεολογία-το μάθημα των θρησκευτικών) αφηγήσεις που προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν το πολυσύνθετο και διαρκώς επιταχυνόμενο παρόν μας, την στιγμή που η ανθρωπότητα πασχίζει να συμβαδίσει με τον καλπάζοντα ρυθμό των αλλαγών. Παράλληλα, το Μουσείο (η θεολογία-το μάθημα των θρησκευτικών) έχει σαν στόχο να αμφισβητήσει την παροντολατρική κουλτούρα της εποχής μας, και πιο συγκεκριμένα να φέρει στο προσκήνιο την ιστορική αυτοσυνειδησία, που λείπει από τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Στόχος του ΕΜΣΤ δεν είναι απλώς να αποτυπώσει το zeitgeist (Τσάιτγκαϊστ)[το γενικό πολιτιστικό, πνευματικό, ηθικό και / ή πολιτικό κλίμα μέσα σε ένα έθνος ή ακόμη και σε συγκεκριμένες ομάδες, παράλληλα με τη γενική ατμόσφαιρα, τα ήθη, και κοινωνικοπολιτιστική κατεύθυνση ή διάθεση μιας εποχής (παρόμοια με την αγγλική λέξη mainstream ή trend)] αλλά να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις επιλογές που έγιναν στο παρελθόν, κοιτώντας τες μέσα από την οπτική γωνία του παρόντος, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον»[5].
Θα μπορούσα εδώ να σταματήσω, διότι τα υπόλοιπα για το μάθημα των θρησκευτικών θεωρώ πως έχουν συζητηθεί ικανοποιητικά, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν και ιδιαίτερα σε τούτο το άκρως δημιουργικό συνέδριο. Δεν θα το κάνω, όμως, για λόγους συνέπειας. Θα φτάσω ως το τέλος. Θα ήθελα όμως πριν προχωρήσω στην τρίτη ψηφίδα, να εξηγηθώ. Θεωρώ τη θεολογία επιστήμη, μα και τέχνη μαζί. Τούτο με κάνει, όπως ήδη καταλάβατε, να κοιτώ τις λειτουργικές αναλογίες, τις συμπεριφορές και τις στάσεις θεολογίας και τεχνών. Με θλίψη πολλές φορές διαπιστώνω ότι η θεολογία μοιάζει άφιλη. Αρνείται την κοινή αγωνία, τους κοινούς καημούς και οδηγείται σε δρόμους επικίνδυνης ιδιώτευσης. Το ίδιο και το μάθημα των θρησκευτικών, διότι όπως καταλαβαίνετε η μοίρα θεολογίας και μαθήματος είναι κοινή. Με αυτά δεν θέλω να δημιουργηθεί η εντύπωση πως η ένταξη θεολογίας και μαθήματος των θρησκευτικών στη χορεία των επιστημών και των τεχνών οδηγεί σε απόλυτες ταυτίσεις. Πολύ περισσότερο οφείλω να ομολογήσω ότι δεν εισηγούμαι την άρση της ετερότητας. Βρισκόμαστε, όμως, για να χρησιμοποιήσω μια θεολογική ορολογία ενώπιον του μυστηρίου του εκκλησιασμού των ετεροτήτων στο κοινό σώμα που είναι η δημόσια πλατεία και ο πολιτισμός. Τόσοι άλλοι και τόσα άλλα είμαι εγώ και θέλω να πιστεύω πως αυτό τουλάχιστον στο παρόν συνέδριο δεν αμφισβητείται.
Και έρχομαι τώρα στο τελευταίο μέρος της εισήγησής μου, στη συζήτηση για την ψηφίδα του μαθήματος των θρησκευτικών. Θέλω να πιστεύω, πως η συζήτηση αυτή συνδέεται πλήρως με τη θέαση, την όραση του καινούριου κόσμου. Ενός κόσμου απέναντι στον παρόντα διηρημένο, τραυματισμένο και παντελώς αβέβαιο κόσμο, που χαρακτηρίζεται από φαινόμενα πολύτροπης βίας και άγριου φονταμενταλισμού. Και είναι αλήθεια πως η τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα για το μάθημα των θρησκευτικών τα τελευταία χρόνια, με παρεμβάσεις πολιτικές και εκκλησιαστικές, οδηγούν το καράβι στα βράχια. Θεωρώ, πως οι προτάσεις για την αποτροπή μιας τέτοιας πορείας έχουν κατατεθεί και είναι σαφείς. Θα συνεχίσω και εδώ, ανάμεσα στις υπόλοιπες σοφές παρεμβάσεις ανθρώπων που εργάστηκαν σκληρά όλα αυτά τα χρόνια που συζητούμε το θέμα, να υπενθυμίζω την μνημειώδη εισήγηση του μακαριστού δασκάλου Νίκου Ματσούκα, σαράντα χρόνια πριν, το 1981, στο κέντρο της οποίας υπήρχε η πρόταση για μια πολιτιστική και πολιτισμική θεώρηση του μαθήματος και απομάκρυνσή του από κάθε κατηχητικό και ομολογιακό προσανατολισμό.
Συγκεκριμένα, κατά Ματσούκα, η εξέταση του θέματος σχετίζεται με προβλήματα φιλοσοφίας της Παιδείας. Ωστόσο, μια τέτοια θεώρηση δεν είναι νοητό να γίνεται ανεξάρτητα από τα δεδομένα της πολιτιστικής παραδόσεως και της ζωής του Νεοελληνισμού (σίγουρα ο Ματσούκας βρίσκεται εδώ στην καρδιά της Άνοιξης του ελληνορθόδοξου πολιτισμού του οποίου υπήρξε συν-εισηγητής και θιασώτης). Και τα δεδομένα τούτης της πολιτιστικής παραδόσεως και της ζωής του Νεοελληνισμού, επιβάλλουν την αποδοχή δύο βασικών προϋποθέσεων. Σύμφωνα με την πρώτη, «το μάθημα των θρησκευτικών δεν πρέπει κατ’ αρχήν με κανέναν τρόπο να διαχωρίζεται ριζικά από τα άλλα μαθήματα» και σύμφωνα με τη δεύτερη, «ο πανανθρώπινος και διαχρονικός χαρακτήρας του μαθήματος δεν παραβλέπει το συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον και την εκκλησιαστική ζωή, ενώ συνάμα εντάσσεται στους γενικούς σκοπούς της Παιδείας». Μιας Παιδείας που ο λειτουργικός της χαρακτήρας προϋποθέτει και συνεπώς επιβάλλει την ένταξη των νέων «σ’ ένα ιστορικά καθορισμένο περιβάλλον, όπου από τη μια μεριά υπάρχει ο φυσικός χώρος με όλη την τεχνική και οικονομική υποδομή και από την άλλη ο πνευματικός χώρος στην κοινωνική διάσταση». Μια τέτοια θεώρηση της Παιδείας επέτρεψε στον Ματσούκα να υποστηρίξει με έμφαση πως το μάθημα των θρησκευτικών, απαλλαγμένο από ακραίους ιδεολογικούς διαποτισμούς και ενταγμένο στα πλαίσια ενός δημιουργικού σχολείου, πρέπει να αποδεσμευτεί από οποιεσδήποτε ηθικιστικές, κατηχητικές και ομολογιακές εξαρτήσεις και να καταστεί μάθημα πολιτισμού με περιεχόμενο απόλυτα γνωσιολογικό, εντός του οποίου πρωτεύουσα θέση θα έχουν η Βίβλος, τα πατερικά κείμενα, τα λειτουργικά κείμενα, όλα τα μνημεία της τέχνης και η εκκλησιαστική ιστορία, που αποκαλύπτουν το πρόσωπο του Χριστού, που δεν μπορεί, κατά Ματσούκα, παρά να αποτελεί το κέντρο του θρησκευτικού μαθήματος. Φυσικά, όπως τονίζει ο δογματολόγος της Θεσσαλονίκης, σε μια τέτοια συνάφεια απαραίτητη είναι και η προσφορά θρησκειολογικών γνώσεων, η οποία λευτερωμένη από οποιαδήποτε απολογητική διάθεση θα στοχεύει στη διεύρυνση των επιστημονικών οριζόντων του μαθητή και στη λειτουργική ανάδειξη της διαφορετικότητας.
Μαζί με την πρόταση Ματσούκα να υπενθυμίσω και την πρόταση του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, το 2008, η οποία κοντά στα άλλα έβαζε στη συζήτηση και το δεύτερο μάθημα των θρησκευτικών εάν και εφόσον φθάναμε σε μια κατάσταση σαν τη σημερινή.
Διαβάζουμε σχετικά: «Σύμφωνα με την πρώτη πρόταση θα μπορούσε να υπάρχει ένα κοινό μάθημα πολιτιστικού και γνωσιακού χαρακτήρα, το οποίο θα είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν όλοι οι μαθητές, σύμφωνα με την προαναφερθείσα δεύτερη αρχή. Σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση, μπορεί να βελτιωθεί το υπάρχον μάθημα, παίρνοντας έναν περισσότερο οικουμενικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, με στόχο να το παρακολουθούν καταρχήν οι Χριστιανοί. Ταυτόχρονα πρέπει να προστεθεί ως εναλλακτική δυνατότητα, για όσους δεν θα ήθελαν να το παρακολουθούν για λόγους συνείδησης, ένα δεύτερο μάθημα διαθρησκειακό ή γνωριμίας με τις θρησκείες του κόσμου. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα σε όλους τους μαθητές να επιλέγουν να παρακολουθήσουν όποιο από τα δύο θα ήθελαν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν το λόγο της επιλογής τους. Έτσι, δεν θα είναι απαραίτητο να ζητήσουν εξαίρεση για λόγους συνείδησης, αφού θα έχουν τη δυνατότητα επιλογής». Στην προοπτική υλοποίησης κάποιας από τις παραπάνω προτάσεις «πρέπει», σύμφωνα πάντα με το Τμήμα Θεολογίας, «να μετεκπαιδευτούν οι υπηρετούντες θεολόγοι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αφού κατά τεκμήριο είναι οι μόνοι ειδικοί για να διδάξουν οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία ή τις θρησκείες». Τούτη η μετεκπαίδευση μπορεί να γίνει από τα Θεολογικά Τμήματα της χώρας, τα οποία «διαθέτουν», τόσο με το υπάρχον πρόγραμμα σπουδών τους, αλλά πολύ περισσότερο θα διαθέτουν με ένα αναβαθμισμένο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών -κατεύθυνση στην οποία ήδη εργάζεται το Τμήμα θεολογίας-, «την απαραίτητη υποδομή για να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή, αφού στο πρόγραμμά τους περιλαμβάνονται θρησκειολογικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά, πολιτιστικά και παιδαγωγικά μαθήματα». Είναι σαφές πως με μια τέτοια πρωτοβουλία και πρόταση το Τμήμα Θεολογίας δεν είχε τη ψευδαίσθηση της οριστικής επίλυσης του θέματος, αλλά άνοιγε την πόρτα για έναν δημιουργικό και έντιμο διάλογο, για μια άσκηση αυτοσυνειδησίας, που θα έβγαζε την εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και την Εκκλησία από το αδιέξοδο στο οποίο τις οδήγησε η οποιαδήποτε ιδιώτευσή τους και άρνηση συνάντησης με το διαφορετικό, το άλλο, που χτυπούσε ήδη από τότε με επιμονή την πόρτα της νεοελληνικής κοινωνίας και εκπαίδευσης, που ταλανίζονταν και συνεχίζει να ταλανίζεται μεταξύ της Σκύλας του επιφανειακού εκσυγχρονισμού και της Χάρυβδης της στείρας παραδοσιαρχίας[6].
Δυστυχώς, η εκπαιδευτική μας αφασία και ο ιδεολογικός μας προσανατολισμός -παρόλες τις φιλότιμες και δημιουργικές προσπάθειες που προηγήθηκαν των τελευταίων τραγικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας-, οδήγησαν στην ταύτιση της εκάστοτε συνήθειας με την παράδοση. Δυστυχώς, η συνειδητοποίηση του γεγονότος, του κάθε γεγονότος, βρίσκεται σε απόσταση από το γεγονός. Ανάμεσά τους το κενό. Το απόλυτο κενό. Γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη, πως «όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας». Στον φαντασιακό-ιδεολογικό μας κόσμο η αφαίμαξη της ευθύνης λειτούργησε τον εωσφορικό αυτοεγκλωβισμό. Ή αντιστρέφοντας τους όρους, ο εωσφορικός αυτοεγκλωβισμός οδήγησε στην αφαίμαξη, στην ολική αφαίμαξη, της ευθύνης.
Και έτσι, το μάθημα των θρησκευτικών βυθίζεται. Μαζί βυθίζεται και η δημοκρατία, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός της ετερότητας. Το όνειρο ενός κόσμου στον οποίο χωρούν οι πάντες. Το όνειρο ενός γελοίου με συλλογική συνείδηση και παρουσία. Και είναι αυτός ακριβώς ο λόγος, που η προοπτική, ως άλλος τρόπος να δούμε το ίδιο μας το σώμα, θα πρέπει ίσως να αναμετρηθεί με τα μετρημένα, τα υπολογισμένα μιας ουδέτερης ή άνευρης πολιτικής και να συνδεθεί πλήρως με αυτό το όνειρο. Το όνειρο ενός γελοίου που βλέπει τον κόσμο «αλλιώς». Το όνειρο ενός γελοίου με ευθύνη. Το όνειρο ενός γελοίου που το βλέμμα του αγγίζει το ανθρώπινο.
Φίλες και φίλοι,
Δεν είμαι αισιόδοξος, αλλά δεν μπορώ παρά να ζω επ’ ελπίδι[7]. Να ζω, δηλαδή, με την προσδοκία πως η όσο το δυνατόν ταχύτερη συνειδητοποίηση της ήττας που φάγαμε[8] -διότι περί αυτού πρόκειται-, μπορεί να οδηγήσει σε μια δημιουργική ανατροπή, σε μια νέα στροφή, σε μια εκπαιδευτική έκπληξη.
[1] Αντισθένης και Γρηγόριος ο Θεολόγος.
[3] «Είναι δύσκολο να πει κανείς τι είναι «ο ζωγραφικός χώρος». Είναι κάτι που το υπαγορεύει ένα δαιμόνιο σαν του Σωκράτη. Και αλίμονο μου αν δεν το ακούσω. Θα παρουσιάσω απλώς σκέτα μεροκάματα. Οι αρχαίοι Έλληνες βρήκαν την προοπτική. Αλλά και ένα σωρό αντίδοτα που προστατεύουν τον ζωγράφο από παραπατήματα και υπερβολικό ζήλο λογικής. Ο Παρθενώνας σταματάει εκεί που αρχίζει να αποκτάει προοπτική. Στη ζωγραφική της Πομπηίας, που συχνά μιμείται την ελληνική, η προοπτική γίνεται δεκτή υπό όρους. Λειτουργεί για πενήντα πόντους βάθος. Όσο είναι ο όγκος σε βάθος του ανθρώπινου σώματος. Από εκεί και πέρα, όσο αληθοφάνεια κι αν υπάρχει, οι τέσσερις πλευρές του πίνακος και οι αρμονίες δύο διαστάσεων διευθύνουν τη σύνθεση. Και όχι η κοινή λογική. Απ’ όλους τους ευρωπαίους ζωγράφους, ο Βερμέερ και ο Βελάσκεθ κατάφεραν να συνδυάζουν την προοπτική με τις αισθητικές ανάγκες δύο διαστάσεων. Φυσικά, πριν απ΄όλους ο Γκρέκο. Αυτός είναι ο πρώτος διδάξας. Πώς να οδηγήσει κανείς με λόγια κάτι που μερικά άτομα εξαιρετικά γνωρίζουν ανά τους αιώνες; Και όμως! Οι ιδέες αυτές, όταν πραγματοποιηθούν σε ένα έργο, δίνουν ευφορία ακόμα και στους πιο ανίδεους θεωρητικούς. Ο Μπραν ή ο Πικάσο –δεν θυμάμαι ακριβώς– είχε πει κάποτε ότι κάθε πίνακας χρειάζεται ένα άσπρο σε μιαν ορισμένη μεριά. αλλά έχει τεράστια σημασία αν το άσπρο αυτό δικαιολογείται μέσα στη σύνθεση σ’ ένα φλιτζάνι, σε ένα λουλούδι ή σ’ ένα φόρεμα γυναικός. Στα έργα μου του 1936-1938 επιδιώκοντας το καθαρό και ζωηρό χρώμα, το βάθος που συνήθως είναι καφέ ή μαύρο, το απέδιδα με ροζ ή λεμονί ή κόκκινο ζωηρό. Είναι κάτι σαν την ανεστραμμένη προοπτική που, σε ορισμένες εικόνες βυζαντινές, κάνει ώστε η σύναξη των αγγέλων να είναι πιο μεγάλη όσο πιο πίσω βρίσκονται. Αυτά δεν διδάσκονται. Αλλά πρέπει να τα καταλαβαίνεις μόνος σου, όταν ένθεος πιάνεις το πινέλο», Γ. Τσαρούχης, Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1990, σ. 158-159.
[4] Σ.Ζήκα, εφημ. Ριζοσπάστης 14/06/1998 https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3729777
[5] https://www.emst.gr/to-emst/mission
[6] Βλ. σχετικά Χ.Α.Σταμούλης, Το μάθημα των θρησκευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση https://antidosis.wordpress.com/2012/11/05/%CF%87%CF%81%CF%85%CF%83%CF%8C%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%AC%CE%B8%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CF%89/
[7] «Καυχώμεθα ἐπ’ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν», Ρωμ. 5, 2-3.
[8] Βλ. σχετικά, Χ.Α.Σταμούλης, Φάγαμε ήττα. Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2021.
- Εισήγηση στο Συνέδριο του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου «Καιρός», στο πλαίσιο της εορτής των Τριών Ιεραρχών, με θέμα «Ταυτότητα και ετερότητα στο δημόσιο σχολείο – Το μάθημα των Θρησκευτικών σήμερα». (Αθήνα 27/01/23 | Αμφιθέατρο «Αντώνης Τρίτσης» του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων).
Chrysostomos A. Stamoulis, Holy Beauty: Prolegomena to an Orthodox Philokalic AestheticsLouth, AndrewTheology , Volume 126 (1): 2 – Jan 1, 2023

«Από την Ορθόδοξη άσκηση στην τέχνη»: Χρυσόστομος Σταμούλης – π.Σπυρίδων Τσιμούρης
«Ενοριακό Αρχονταρίκι» Θέμα: «Από την Ορθόδοξη άσκηση στην τέχνη» Συμμετέχουν: • Πρωτοπρεσβύτερος π. Σπυρίδων Τσιμούρης, Θεολόγος, • Χρυσόστομος Σταμούλης Συγγραφέας, Καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εγγραφείτε στο κανάλι μας για να ενημερώνεστε για τις μεταδόσεις μας: https://www.youtube.com/channel/UCxsY… ▪ Ιστοσελίδα: https://enoriaendrasei.gr ▪ Σελίδα Facebook: https://www.facebook.com/ ▪ Σελίδα Instagram: https://www.instagram.com/enoria.en.d… ▪ Η κοινότητά μας στο viber https://invite.viber.com/ ▪ Email: info@enoriaendrasei.gr

Chrysostomos A. Stamoulis, EGLISE ET CULTURE DE L’INCARNATION
Nous fûmes tellement certains lorsque nous

commandâmes qu’ils brûlent les navires,
n’eumes – nous nul doute ?
Costas Montis, Le retour
Dans son dernier livre, intitulé Traité d’athéologie, Michel Onfray, le philosophe français extrêmement provocant, après avoir accablé d’injures les trois religions monothéistes, le Judaïsme, le Christianisme et l’Islam, pour l’exploitation, de leur part, de la peur, la mort, la terreur, la non existence et la panique vis-à-vis du vide qui suit la mort, afin qu’elles déclarent et imposent le mépris, le refus et la haine par rapport à ce monde, il conclut en suggérant les choses suivantes; «A l’heure où se profile un ultime combat – déjà perdu… – pour défendre les valeurs des Lumières contre les propositions magiques, il faut promouvoir une laïcité post-chretienne, à savoir athée, militante et radicalement opposée à tout choix de société entre le judéo-christianisme occidental et l’Islam qui le combat. Ni la Bible ni le Coran. Aux rabbins, aux prêtres, aux imams, ayatollahs et autres mollahs, je persiste à préférer le philosophe. A toutes ces théologies abracadabrantesques, je préfère en appeler aux pensées alternatives à l’historiographie philosophique dominante : les rieurs, les matérialistes, les radicaux, les cyniques, les hédonistes, les athées, les sensualistes, les voluptueux. Ceux-là savent qu’il n’existe qu’un monde et que toute promotion d’un arrière monde nous faire perdre l’usage et le bénéfice du seul qui soit. Péché réellement mortel…».
Il est sans dire que les problèmes de la prémisse d’Onfray sont tant multiples que divers. Parmi eux, la mise à l’égalité, sans présuppositions des trois religions monothéistes, la connaissance incomplète de l’histoire et des sources du Christianisme – en ce qui concerne les autres religions se prononceront-ils les spécialistes -, l’identification du Christianisme à la Chrétienté occidentale, et de ce fait, l’ignorance totale de l’Orthodoxie, et bien d’autres qui ne peuvent pas être discutés, et à fortiori être développés en ce moment. Évidemment, au-delà de ceux-ci, on doit ajouter l’immense certitude de l’auteur concernant la validité de son apport, et de sa proposition, qui, sans en être vraiment conscient, le conduit à une rencontre inattendue avec tout ce qui le fait s’énerver. Cependant, nous trouvons un axe, par rapport à la lecture de son œuvre, qui doit après tout faire réfléchir tout être pensant soit qu’il se situe dans un champ de religions plus large soit qu’il préfère le Christianisme. Et, même si Onfray ne fait guère mention de l’Orthodoxie, que manifestement il ne connaît même pas, pourtant ses objections les plus générales autour de l’attitude des chrétiens d’absence d’intérêt à la vie d’ici et la transposition parallèle du sens de l’existence dans une autre vie, ne peut que concerner l’Orthodoxie.
D’ailleurs, il y a tant de voix qui sont écoutées jusqu’ à l’extérieur de la maison de l’Orthodoxie, qui parlent de la perte de la conscience de soi, de l’éloignement du mystère de l’Eglise et de sa transformation en une figure religieuse absolue. Tout simplement, il semble que l’Eglise fait place à la maison de l’introversion, au magasin du pouvoir, à la corporation de la suffisance institutionnelle, au groupe de l’arrogance et de l’hypocrisie, au syndicat de la fatuité. Toutes les choses existent dans ces milieux, le seul qui manque à la fin c’est le Christ, celui qui rend l’Eglise Eglise, qui incarne l’espoir des membres du corps ecclésial. Il va sans dire, que à la base de toute chose il y a une faute secrète qui ne falsifie pas seulement la théorie, mais également la vie elle-même; surtout cette dernière.
Au sommet d’un tel essai se trouve, sans doute, une défiance orchestrée vis-à-vis de la culture. Une attitude et une intention dont, certainement, il ne manque pas d’alibi, tout en visant à l’identification de la culture à la déconsidération et en même temps à la rupture finale des relations entre l’Eglise et la Culture. Et tout ceci se fait par le biais de démarches douteuses. A travers, effectivement, le mélange d’attitudes qui ne peuvent convaincre personne, ni de leur sincérité ni, certainement, de leurs propos supposés, qui portent, à la fois, un esprit d’autorité et une faiblesse, de la part des croyants simples, de donner du sens à leur parcours, au dedans d’une communauté historique qui est en marche. Donc, je dirais, sans réticence, que celle-ci est une victoire du sous-entendu idolâtrique vis-à-vis de l’hypostase. Autrement dit, la domination de la faute secrète sur la vérité de l’existence. Il s’agit d’une victoire et domination qui, depuis très longtemps, permet et propage sournoisement l’opinion que l’Orthodoxie à la fois ne veut et ne peut pas de sa propre nature avoir aucun rapport à la Culture, au monde.
D’ailleurs, d’ici découle même la division tragique entre le séculier et le non séculier, c’est-à-dire, l’ecclésiastique. Cette division doit son existence à l’identification inconsidérée, généralisée et sans présupposition, du séculier au péché, à l’antichrétien, et à l’œuvre du diable. L’identification dont on parle n’est pas l’effet d’un certain modernisme, ni le fruit, sûrement, de n’importe quelle rencontre entre l’Orient orthodoxe et la scolastique occidentale; argument classique, facile à convaincre, incontestablement, des gens simplets dans la foi, qui cherchent à trouver le mode de leur existence dans l’anéantissement de l’existence de l’autre, à savoir dans une hétéro-désignation, qui ainsi, parait les intéresser. Et je le dis, car le refus conscient ou inconscient de l’incarnation, – attendu qu’il s’agit de cela -, commence très tôt, tout après l’incarnation. Il commence en effet tant à l’intérieur qu’à l’extérieur de la communauté. Plusieurs exemples du Nouveau Testament peuvent indiquer la lutte incessante de la communauté en marche, autant contre l’altération que le monde ancien entreprenait rageusement, que contre le puritanisme intérieur, et de ce fait absolument sournois, produit d’influences discernables et indiscernables, en tout cas inconscientes, qui n’ont jamais abandonné le navire de l’Eglise. Et je me réfère clairement à toute dualité cosmologique, sociale, religieuse et philosophique qui a étalé les racines cachées en leur majeure partie, sous la nouvelle chair, le nouveau corps qui luttait pour établir son existence sur le fait paradoxal de l’Incarnation du Verbe de Dieu Père. Des racines qui ont constitué autrefois, qui constituent également maintenant, en réalité, par le moyen de la force de leur physiologie historique, la menace permanente pour la résistance de la nouvelle maison qui a été construite au centre, et absolument pas aux coins du monde.
Donc, quelqu’un pourrait avoir l’impression que l’incarnation du Verbe, comme acte, de la réception du monde, d’une ou de l’autre façon, créé par Dieu, reste sans intérêt ou elle est interprétée ou comprise idéologiquement et après tout idolâtriquement. Et pour éviter tout malentendu, je dois rappeler ici, que l’être humain est considéré du côté de la pensée patristique, et en tout cas il est un «microcosme» qui ne peut subsister et exister que dans les limites, seulement, de la création, faisant preuve d’une intention d’unité et d’un désir de dialoguer avec son macrocosme consubstantiel, selon, d’ailleurs, la distinction du créé et de l’incréé. Des limites qui n’imposent pas, mais principalement elles n’excluent pas l’expérience, dans le même lieu, à la fois du mystère de la sainteté et de la tragédie de l’intempérance, c’est-à-dire dans le seul et unique monde. Il s’agit d’une réalité, en fait, qui révèle que la sainteté ne consiste guère à dénier le monde, mais tout au contraire à l’assumer et le métamorphoser, à savoir à faire ressortir la projection eschatologique de sa vérité qui est entrée au sein de l’histoire à titre de personne, monde petit et grand, inaugurant ainsi le point de départ d’un nouveau et constant parcours de perfection, des choses. D’ailleurs, «l’union et le caractère sacré du Tout ne laisse place à aucun dualisme ni sacré ni profane, ni d’ordre divin, ni d’ordre diabolique. Ces distinctions restent très précises, mais seulement du point de vue de l’éthique et de l’ontologie. Il existe des forces divines et des forces antagonistes, mais pas des lieux où Dieu habite et des lieux où réside le diable. Il n’y a donc place pour aucune représentation idolâtrique. Le Tout et la vie sont dans les mains de Dieu.
Il est clair dans une telle perspective que, n’importe quelles, distinctions du Nouveau Testament entre « ce monde » et la « vie éternelle», que l’on rencontre aussi, presque sans variation, dans les livres deutérocanoniques du Nouveau Testament, et font introduire des mondes, lieux ou siècles dans lesquelles des Saints de Dieu résideront, juste pour éviter le monde du présent, c’est-à-dire, le royaume du maître de ce siècle, et le royaume qui nous conduit de nouveau au péché originel, peuvent être comprises seulement moralement et pastoralement et en aucun cas ontologiquement. Et cela se passe du fait que c’est le Nouveau Testament, lui-même, qui manifeste intensément et en clarté absolue, que l’accomplissement de l’œuvre de Dieu, à titre d’espérance eschatologique, est accompagnée par une eschatologie réalisée constamment, une «eschatologie inaugurée », ici et maintenant, comme à la fois un acte et don du Verbe incarné destinés à son cosmos, qui s’achemine, loin d’échecs et variations, vers la plénitude de la vie, à titre de réalité très bien faite. Par conséquence, la victoire du monde attendue et projetée, constamment, par le Nouveau Testament, ne constitue pas une victoire d’une réalité ontologique tortueuse, mais tout au contraire une victoire d’une manière qui éloigne, autrement dit, émousse la vision de la vérité des choses, la façon de vivre de cette attitude et de ce propos qui met l’Incarnation en marge de l’immédiateté. C’est pour cela, exactement, que le salut n’est pas une transposition ou une attente d’une certaine relation morale extérieure, mais plutôt, la réalité ecclésiale elle-même dans la vie sacramentelle de laquelle se trouve le règne constamment étendu vers l’éschata.
Donc, à juste titre le professeur Savvas Agouridis remarque que «l’histoire tant dans l’Ancien Testament que dans le Nouveau Testament est reliée au message qui, à son fond, n’est guère compréhensible hors de sa cohérence historique concrète. Sans cette cohérence historique concrète, il serait possible, pour chacun, de dire n’importe quoi autour des actes et des Paroles de Jésus ou de créer à partir du Christianisme une quelconque idéologie ». Et nous avons plein d’idéologies de ce genre, aujourd’hui.
Certainement, en aucun cas une telle compréhension des choses ne doit aboutir au dépassement relativiste de ce noyau cardinal de la révélation, de ce contenu qui surpasse en tout cas les moyens qui l’expriment soit que ces moyens dont on parle soient linguistiques, soit symboliques ou virtuels. En aucun cas, «la divinité du Crist et ses énergies salutaires ne peuvent être considérées comme des coquilles extérieures ou figures convenues au temps d’écriture du Nouveau Testament». Ainsi, vis-à-vis de n’importe quelles démythifications d’Occident et Orient, qui sans doute, avaient et continuent à baser leur point de départ sur une cogitation existentielle sincère et intense, je pense que la théologie orthodoxe est obligée de répondre par la voie d’un prolongement de la révélation, d’une « compréhension spirituelle» des moyens qui vont manifester que ce qui est recherché, de fait, ce n’est pas l’écroulement du mythe, la démythologisation précipitée de la pensée théologique occidentale contemporaine, mais l’invention des nouveaux mythes; à savoir la procédure pénible de la «mythification», la manifestation du besoin pour encore plus de mythe, étant donné que le mythe « ne décrit pas une réalité objective, mais, tout simplement, l’interprète et la dépasse». Et, il est sans aucune doute, qu’un tel dépassement en tant qu’acte responsable et créatif, ne se trouve pas aux antipodes de l’histoire ; bien plus il ne la supprime pas. Tout au contraire, il conduit à une certaine sublimité, analogue à la sublimité agapétique de l’homme, qui puise dans l’ensemble de la façon que révèle la rencontre avec le noyau historique du Christianisme, qui atteint son point culminant dans l’incarnation du Verbe. Un fait qui nous est rappelé, assurément, par l’examen approfondi des verbes grecs «μεγαλώνω» (megalono) et « μεγαλύνω » (megalino) et qui nous démontre que la sublimité du deuxième « est une qualité de vie, différente de la quantité de la longueur». Une qualité, qui constitue un fruit à la fois de l’amour que Dieu porte à l’homme et de l’amour adressé de la part de l’homme à Dieu. Cet amour accroît la présence du Christ dans le corps de l’homme « soit par la vie soit par la mort ». Il s’agit d’un chemin qui aboutit à la droite du trône de la sublimité dans le ciel», place que l’homme à gagné dans le Christ.
De nos jours, il est tant clair que confirmé, qu’un tel effort d’extension herméneutique du contenu de l’Evangile, avait déjà commencé au sein de l’Eglise depuis l’époque de la rédaction des Evangiles. Et il est aussi clair, dès une telle compréhension, que le lien liturgique de choses historiques ainsi que de manifestations spirituelles, assure la dimension incarnée de la vérité qui, hors de cette conception-là, risque de se convertir à un monophysitisme larvé altéré et multiplié. Un monophysitisme qui ignore ostensiblement le fait que l’être humain ne peut pas avoir conscience de lui-même, authentiquement, lorsqu’il n’est pas ouvert au monde ». Cela « sous-entend», certainement, « que le monde est aussi ouvert à l’homme », du fait que « le chrétien d’aujourd’hui – qui est en même temps un être humain d’aujourd’hui – ne recherche pas à découvrir une existence authentique, si cela signifie une existence découpée du monde. Mais pour offrir au monde un service qui peut arriver à lui seulement à partir d’un Dieu, pas du tout influencé par le monde, mais plein d’amour pour lui».
Par conséquent, la critique de la relation de la théologie avec la culture, où la parole de la théologie contemporaine – avec une grande facilité, et sans condition – parle d’une antithèse, d’une incompatibilité, d’un conflit, dévoile la cour intérieure et fermée, de l’Orthodoxie qui la protège des regards indiscrets, mais en même temps, l’exclut de la rencontre avec l’autre, ce qui est différent et situé loin et hors et en même temps tellement près de son existence. Anastasios, archevêque d’Albanie, écrit par rapport à cela que : « la formulation qui dit que la culture est une réalisation humaine, tandis que l’Evangile est l’intervention de Dieu, malgré sa clarté, bien accueillie, quoiqu’elle éclaire une vérité importante, simplifie assez les choses, comme d’ailleurs toutes les formulations déterminantes, qui sont très explicites. Je crois qu’est également insuffisante la formulation suivante: la culture est créée d’en bas, l’Evangile provient d’en haut. La culture comme acte et fait de l’être humain créé selon l’image de Dieu, ne se trouve hors du rayon des énergies divines, n’est pas complètement sans rapport avec le souffle du Saint-Esprit, qui retient tout, à la fois les choses visibles et invisibles… dans les profondeurs de la culture réside un don et un commandement de Dieu (Gn. 2,15)».
Certes, comme j’ai déjà noté, le carquois des partisans de la rupture n’est pas vide d’arguments. Sans doute, ils ont leur alibi. Et c’est l’argument réitéré, qui dit que le terme civilisation, qui a été introduit les années modernes, en 1804, d’Adamantios Koraes, qui était le pionnier de la « transition » des idées modernes de l’Europe et du mode de vie analogue en Grèce, en vue d’adapter en grec le terme français civilisation, ne se trouve pas dans les textes des pères de l’Eglise ou on le trouve, rarement, avec un ton négatif et prohibitif.
J’ai l’impression qu’un tel argument est au moins inconsistant. Et cela, car malgré toutes les informations pour le contraire, comme celle de Chrysostome qui tend considérer le mot civilisation comme désignation de la morale légère et du manque de sérieux, il y a également ces témoignages, comme celui de St Grégoire de Nysse, qui conçoivent la culture au titre d’« une forme bienveillante de manifestation de la sociabilité de l’homme, d’une sociabilité qui est associée aux charismes spirituels », mais aussi de Didyme l’aveugle, selon lequel « le mot civilisation exprime la fréquentation humaine idéale ». Certainement, dans ce cas, ce n’est pas seulement impressionnant, l’emploi, extrêmement positif du terme culture, de la part de Grégoire, mais également, peut-être pour la première fois dans l’histoire, son identification au terme philocalie. Un terme et une réalité qui n’ont pas été contestés de la part de l’Orthodoxie, constituant au contraire, au fil du temps, un élément fondamental de son mode de vie.
Heureusement on rencontre aussi ces voix qui présentent furieusement la tragédie, la perte de la conscience de soi du corps qui est sauvegardée dans la vie et les monuments de l’Eglise. Même, parfois, les voix dont on parle semblent tant angoissantes, en montrant, sans détours et protections d’équilibres, que par n’importe quel refus de la chair historique de la culture, « l’Evangile chrétien est altéré en une idéologie internationaliste désincarné, ou que le moment où le Christianisme s’écarte de la culture, supposé que « la culture est une image holistique de Dieu de l’homme et du monde », «soit il devient “clérical“ (religion, pas de vie) soit il se trahit lui-même, à savoir il “succombe“ à la culture».
Plein d’angoisse, le père Alexandre Schmemann, un grand innovateur, j’en conviens, dans son Journal, un livre que «la liberté de l’Orthodoxie » n’a pas lui permis de publier pendant qu’il était en vie, remarque les points révélateurs suivants: « j’ai peur de ces jeunes qui n’étudient pas fréquemment, qui vivent sans mémoire, en fait, hors de la mémoire, toutefois ils sont intéressés à l’ “Eglise“. Que peut être vraiment ce qui peut tellement soulever l’intérêt dans l’Eglise, pour faire en sort que leur intérêt pour elle se dissipe dans le cléricalisme, dans le papotage autour des évêques et de telles choses ? Le Christ ne s’est-il jamais occupé de la culture ? Ce n’est pas vrai! Tout ce que le Christ a cité autour du royaume céleste, de David, des pères aussi, présuppose la connaissance, la compréhension, la mémoire de tout ce qu’il a dit, du lieu où nous sommes invités ainsi que de tout ce qui a été dénoncé par lui.
Il est clair que l’acceptation de tout ce qui est exposé ci-dessus n’est pas vraiment facile. C’est-à-dire, comment quelqu’un pourrait admettre un rapport à la culture, c’est-à-dire à tout ce qui est inclus entre érôs et thanatos, le moment où la plus grand partie des textes patristiques, reliée aux besoins pastoraux, met la priorité sur une attitude réticente face à la vie elle-même, et semble ainsi déposer ses fruits en marge de l’immédiateté, et par conséquent de la démarche salvatrice. Toutefois, il ne faut pas aussi oublier le reste, une petite partie des textes, une minorité où la vérité des choses resplendit de façon exceptionnelle, et montre que “la règle » s’accomplit exclusivement à travers la découverte et la manifestation de cette minorité. Certes, la prédominance de cette règle pastorale dans notre réalité contemporaine théologique et ecclésiale est telle, qu’elle en arrive d’un côté à marginaliser la petite minorité, et d’un autre côté souvent de faire ignorer même son existence. Ainsi , lorsque quelqu’un parle de ce qui est évident, il reçoit des sourires ironiques et désapprobations qui révèlent une divergence de la véracité du dogme orthodoxe, et un écart de la règle qui a été formée par défaut de la minorité oubliée. Ainsi, il semble que l’habitant « paradoxal » de la rue L’art de la vie, numéro 31 a absolument raison en notant les choses significatives suivantes: « la discussion autour des tels tabous exhale une tension obscure. Des squelettes dans l’armoire, des incertitudes ennuyeuses, qui sont réanimés de manière vindicative, tout cela s’est envenimé sans avoir conscience du tragique. En Grèce, ni l’Histoire ni la Gauche ni l’Eglise ont pleuré leurs morts. Pour pleurer les morts, comme je ne me fatiguerai pas à le souligner, tu dois savoir ce que tu pleures exactement. Sinon les morts se promèneront hantés. Alors, nous sommes pleins des morts qui tournoient sans être enterrés ».
Sans aucune doute, des constats et des admissions comme tels semblent souvent incompréhensibles au sein de l’Orthodoxie ; comme des jeux des mots, des maisons sans rien à l’intérieur, des discussions d’hommes qui sont d’un seul coup caractérisés comme des ennemis de la foi ou des opposés de cette aphasie qui a été baptisée Orthodoxie et qui a été assise dans la maison abandonnée, en guise de dame à la place de la vraie dame. A travers tout ceci, en fait, je n’ai pas l’intention de dire que les « rusés » sont absents. Ce qui se passe, effectivement, c’est le contraire. Toutefois, il y en a une seule différence ; la conviction que la plupart de rusés dont je parle sont situés au sein de la communauté. D’ailleurs, n’oublions pas que les villes les plus grandes ont été conquises et à la fin enlevéés toujours ou presque toujours de l’intérieure, par tous ceux qui ont été au dessus de tout soupçon ou en général dessus…
J’ai l’impression que des tels comportements, et pourquoi pas, pires, ont constitué la motivation, du grand théologien et saint de l’Eglise une et indivise Jean Damascène, en vue de se moquer de ce vieux puritain qui croyait, avec tous ceux de son âge et aussi parfois avec les plus jeunes, qu’il était décharné et immatériel, et de ce fait au-dessus de la nature humaine pécheresse et abjecte.
Etant donnée une telle réalité où l’Eglise historique et la théologie n’ont pas la capacité de communier à la façon de l’ontologie, qui puise dans le corps du Verbe incarné et ressuscité, quelqu’un pourrait dire qu’on se trouve face d’une fin. Une position qui flirte tout d’abord avec un certain pessimisme. Et je dis tout d’abord, car une seconde lecture des choses, un abord plus sobre du corps qui tombe malade ne peut que découvrir la résurrection derrière le délabrement et le thanatos ; ainsi que le renouvellement ontologique de la vie et l’espoir de la métamorphose, qui sont évangélisés ici et maintenant et pour cela pour les siècles aussi, les cieux nouveaux et la terre nouvelle.
Peut-être, et cela n’est pas simplement et seulement une hypothèse mais quelque chose de plus, un souhait que l’été approche, que le moment de la fin de la certitude vienne comme également le temps de la fin de l’infirmité idéologique. Peut-être, que le temps soit arrivé en vue d’une nouvelle ouverture à la simplicité évangélique, qui permet au mystère de l’aporie de subsister et d’opérer. Par rapport à cela, St Cyrille d’Alexandrie écrit et révèle ainsi le trésor oublié, « notre pain de ce jour », d’une vie qui est capable d’espérer même à son accomplissement érotique, par l’appropriation de l’aporie. Certes, dans un tel cas l’effort ne désire et par conséquent ne vise pas au dessèchement du corps existentiel, il veut seulement et simplement tirer les voix intérieures, celles qui selon Seféris et Lorentzatos peuvent révéler l’autre, l’invisible.
A savoir cet effort combat pour rafraîchir les vieilles pierres, avec lesquelles des maisons et Eglises ont été bâties, même de nos jours elles continuent à être bâties, et en même temps à découvrir cette charnière qui est à la fois nouvelle et tellement vieille qu’elle permet à une culture de l’incarnation d’opérer et agir. Et, certainement, lorsque je fais mention de la culture de l’incarnation, je me réfère nettement à l’ensemble de la culture, matérielle et spirituelle, sans ces divisions schizophréniques que nous a léguées n’importe quelle modernité. Je parle d’une culture qui n’est pas et qui n’a pas l’intention avant toute chose de devenir la culture des cultures ou une hyperculture. Je parle de chaque culture avec ses propres traits constitutifs, à savoir la langue, la musique, l’architecture, finalement toute expression qui est reliée à des racines profondes, consciemment ou non, d’une manière qui est dévoilée à partir de l’incarnation, de ce mode de l’éros qui vainc la mort et annonce ici et maintenant la réception, une réception totalement érotique de celui qui est complètement l’autre, de l’étranger.
Dans une telle perspective, la corrélation existentielle de toute chose au mystère de l’aporie ne peut que constituer un espoir de victoire de la vie quotidienne et de ce fait un acte de responsabilité qui est passionnément en quête de rencontre avec la vérité de l’immédiateté.
Dans mon livre La Sainte Beauté, partageant des positions et formulations respectives du père Alexandre Schmemann, j’avais exprimé l’avis que le Christ n’est pas un produit de la culture et par conséquence il n’est pas venu au monde pour la culture. Mais, l’Eglise Orthodoxe sans faute ne peut que créer constamment de la culture. J’ai l’impression que l’heure est venue comme d’ailleurs j’ai l’intention, après environ cinq ans pendant lesquels beaucoup de choses ont vraiment eu lieu, renverser en quelque sorte les choses, à savoir moi-même, et de tenter de déplacer le centre de gravité de cette position. Il est vrai que le Christ n’est pas un produit de la culture. Et je continue à croire que l’Eglise ne peut que créer sans cesse de la culture. Toutefois, je dois avouer qu’une culture, à travers toutes ses insuffisances et suffisances, peut se faire tant salvatrice que fatale par rapport à l’incarnation du Verbe de Dieu. En d’autres mots elle peut à la fois révéler et enluminer l’incarnation ou encore la faire masquer dans des idoles de n’importe quelle forme et dans des mécanismes tant restrictifs que déroutants. Et tout cela, sur quoi j’ai déjà mis l’accent avec insistance, ressort du fait que la culture ne constitue pas un ensemble de réalités impersonnelles, un hasard ou une destination absolue, mais un fruit précieux qui est produit à partir des personnes humains qui exercent ou non, leur créativité “selon l’image“ entre les moments extrêmes de l’éros et de thanatos. Une créativité qui fait que l’être humain travaille en collaboration avec son Dieu, en vue de l’accomplissement de la création toute entière.
A la suite d’une telle compréhension de la culture et toutes ses conséquences, je pense qu’il est déjà clair, et il faut le souligner avec insistance, que le Christ est venu au monde également pour la culture; si, certainement, nous sommes prêts à dire, en dépit de tous ceux qui flirtent avec les vestiges du messalianisme et les exagérations ascétiques de la théologie syrienne, que la culture comme également l’histoire sont en quelque sorte une suite de la création ou une extension de la création, à travers l’homme créé selon l’image de Dieu .
Par conséquence, lorsque je me réfère à la sous-estimation, la marginalisation ou la anéantissement de la culture de la part de tous ces fugitifs de la vie, qui en ignorant l’élément polyvalent et paradoxal de la nature de la relation de l’Eglise avec le monde, luttent corps à corps pour vaincre la création de Dieu, au nom de Dieu tout en révérant le verset biblique « je ne suis pas de ce monde », je me réfère par excellence et notamment aux rapporteurs et partisans de la totale dévalorisation de la nature humaine, ainsi que toute nature créée. A tous ceux qui ignorent que « les créations de Dieu sont divinement (plus que ce que l’homme lui-même peut comprendre) réelles et ouvertes face à l’éternité, vu qu’elles existent grâce à la volonté éternel et immuable de Dieu ». A tous ceux qui sont arrivés, à travers l’exploitation absolue de la chute, à l’homicide absolu, à savoir à l’assassinat de Dieu lui-même, en attaquant les humanismes multiples insuffisants et pourquoi pas altérés d’Orient et Occident.
Certes, pour être quelqu’un de sincère avec les personnes et les choses, on doit signaler que l’acte de la réception (proslepsis), qui a comme point culminant le mystère de l’incarnation, elle n’enferme pas, n’identifie pas davantage le Christ à l’histoire. Le Christ a assumé le monde et l’histoire « ces bonnes réalités » il a assumé également la culture, en ouvrant leur vérité, par la voie de la métamorphose en vue de leur accomplissement eschatologique. Ainsi on ne parle pas d’un épuisement culturel du Christ, mais au contraire d’un renouvellement total en Christ de la culture, en vue d’une nouvelle offre de sens qui puise dans l’événement de l’incarnation du Verbe. Une vérité et une réalité qui permet d’opérer la polyvalence biblique et patristique, qui manifeste que l’être humain de l’Orthodoxie doit s’avérer constamment et à tout moment polyvalent en vue de vivre dans la vérité. Un être humain du monde entier mais, pourtant, un être humain d’une autre cité qui appelle de l’éschata. Membre d’une Eglise qui se fait sans cesse ayant comme point de départ le Royaume. Une présence qui assure sa propre existence sur l’exemple du Christ, de cette personne qui a démasqué, par son propre exemple, les dimensions démoniaques tant de l’identification que de l’éloignement vis-vis-à-vis du séculier.
Et je dis ceci, car est un péché le jugement absolu «monophysite» et gnostique de l’histoire, d’ici et maintenant, et la faiblesse analogue de la vision des eschata (hyper-historicisme). De la même façon est un péché l’admission et l’acceptation scolastique de théories d’origine « nestorienne » qui se sont référées à la fin de l’histoire, comme si cette fin était une présupposition principale pour le commencement du Royaume (hyper-eschatologisme). Des théories et attitudes qui puisant ou encore visant à des situations de pureté moraliste, ne peuvent pas accepter le fait que le Christ en tant que frontière de créé et incréé, histoire et eschatologie conduit, de sa propre manière qui est révélée dans le mystère de l’Eucharistie, au Dernier jour. A cette réalité hypostatique, c’est-à-dire celle qui dévoile le besoin impérieux de passer des théories autour de la fin de l’histoire à l’espérance ontologique de la perfection de l’histoire, à l’intérieur du royaume du Christ tout-diffamé et maltraité, qui ne connaît jamais de fin. D’ailleurs, comme il a été à juste titre souligné, «toute l’histoire de la Révélation Divine ne peut être comprise que comme un parcours continu d’incarnation du Verbe de Dieu dans le cœur du processus historique».
Chrysostomos A. Stamoulis
Istina, τομ.55 [2010] σελ.81-95
Θεολογία και θάνατος με τον Χρυσόστομο Σταμούλη (Συνέντευξη στην Ξένια Στυλιανού)
Ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης διδάσκει στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. τα μαθήματα της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας και της Φιλόκαλης Αισθητικής της Ορθοδοξίας. Έχει συγγράψει σειρά βιβλίων και άρθρων. Μελέτες του έχουν δημοσιευθεί στα αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά, σερβικά, ρουμανικά και ρωσικά. Διευθύνει τη Χορωδία και την ορχήστρα Νέων Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος Θεσσαλονίκης και, από το 1998, εισήχθη στον δισκογραφικό χώρο τόσο με συνθέσεις έργων όσο και με στίχους τραγουδιών που έχουν ερμηνευθεί από ξεχωριστούς τραγουδιστές. Μπορείτε να μάθετε περισσότερα για τον ίδιο και το έργο του μέσω του ιστότοπου «Τα καθ’ εαυτόν» https://antidosis.wordpress.com/

Ήτανε μέρα διακοπών για τον Χρυσόστομο Σταμούλη, καθηγητή Θεολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κι όμως, επικοινωνήσαμε ηλεκτρονικά από την Άφυτο Χαλκιδικής. 26 Ιουλίου 2022, μεσημεριάτικα. Δεν θέλω να σταθώ μόνο στην τιμή που μας έκανε ένας τέτοιος ξεχωριστός επιστήμονας και θεολόγος. Πιότερο θέλω να κρατήσω τη χαρά τούτης της κουβέντας που κάναμε παρέα και που μοιράζομαι εδώ μαζί σας. Εκτός από το χάρισμα του λόγου που πολύ εύκολα διαπιστώνει κανείς από τις πρώτες αράδες τις συνέντευξης που ακολουθεί, ο Χρυσόστομος Σταμούλης όταν μιλά, μιλά στο μέσα μας. Όσοι και όσες τον γνωρίζουν ή έτυχε, έστω και μια φορά, να τον συναντήσουν από κοντά, καταλαβαίνουν αυτό που με κόπο γλωσσικό προσπαθώ να περιγράψω. Όσο για το περιεχόμενο της συζήτησης «Θεολογία και θάνατος», ήξερα και το κατέθεσα εξαρχής πως δεν θα μπορούσαμε να το καλύψουμε, όπως συμφώνησε κι ο καθηγητής:
Σίγουρα είναι ένα θέμα το οποίο είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν νομίζω ότι κανείς μπορεί να το καλύψει, με κανέναν τρόπο… Χρειάζονται πολλές ζωές ή χρειάζεται όλη η ιστορία του πολιτισμού για να περιγράψουμε λιγάκι τον θάνατο, όχι να τον καλύψουμε. Μπορούμε, όμως, να πούμε κάποια πράγματα ακροθιγώς, να περιγράψουμε μια πραγματικότητα και, κυρίως, την πραγματικότητα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θεολογίας.
Αυτό ακριβώς! Προτού μιλήσουμε για την προσέγγιση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θεολογίας, μπορούμε να πούμε κάτι που να αποτελεί κοινή πορεία των θρησκειών, της Θεολογίας και άλλων θρησκειών; Είναι ο θάνατος αυτό που έκτισε τις θρησκείες;
Έχω την αίσθηση ότι η ζωή του ανθρώπου ορίζεται από δύο οριακά γεγονότα – τον έρωτα και τον θάνατο. Ό,τι υπάρχει ανάμεσά τους ονομάζεται Πολιτισμός, ας πούμε, η Ιστορία. Συνεπώς, η αγωνία του ανθρώπου να κατανοήσει τον εαυτό του, τον κόσμο και την Ιστορία, δημιουργούν μια κοινή βάση στον χώρο των θρησκειών. Όλες οι θρησκείες ουσιαστικά, και τα πρόσωπα εντός των θρησκειών, προσπαθούν να εξηγήσουν το μεγάλο μυστήριο της φθοράς και του θανάτου. Δηλαδή, σήμερα υπάρχω κι αύριο δεν υπάρχω. Σήμερα υπάρχουν οι φίλοι μου, οι συγγενείς μου, τα πρόσωπα της σχέσης και της αγάπης κι αύριο αυτά τα πρόσωπα δεν υπάρχουν. Συνεπώς, οι θρησκείες συνδέονται πλήρως με το μυστήριο του θανάτου. Στην καρδιά των θρησκειών βρίσκεται το μυστήριο του θανάτου και η προσπάθεια ερμηνείας του, η οποία δεν είναι καθόλου εύκολη. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ναι, οι θρησκείες εμπεριέχουν αυτή την κοινή αγωνία. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω σίγουρα, ότι ‘στήνονται’ πάνω στο μυστήριο του θανάτου. Είναι μια ερμηνεία στον χώρο των Επιστημών ότι η εκμετάλλευση του θανάτου είναι αυτή η οποία δίνει έναν λόγο υπάρξεως στις θρησκείες. Η δική μου άποψη είναι ότι, αυτό συνέβη κυρίως στις θρησκείες των πρώτων ανθρώπων, οι οποίοι κατοίκησαν αυτόν τον κόσμο κι αυτόν τον πλανήτη, οι οποίοι στεκόντουσαν με την ίδια αγωνία απέναντι και στο μυστήριο της φύσεως, στην πραγματικότητα της ζωής… Δεν είχαν, δηλαδή, τα εργαλεία τα επιστημονικά προκειμένου να εξηγήσουν βασικά πράγματα της υπάρξεως. Αλλά, όσο περνούσαν τα χρόνια και ο άνθρωπος λειτουργούσε στα πλαίσια του λόγου και των χαρακτηριστικών που αυτός ο λόγος δίνει, οι θρησκείες άρχισαν να κατανοούν διαφορετικά την πραγματικότητα του θανάτου και δώσαν, η κάθε μία με τον δικό της τρόπο, τις δικές της ερμηνευτικές προτάσεις. Φαίνεται πως οι θρησκείες συμφωνούν σε πάρα πολλά, αλλά θα έλεγα ότι διαφωνούν και σε πάρα πολλά. Δεν υπάρχει, δηλαδή, ένας θρησκειολογικός ή θρησκευτικός συγκρητισμός στο θέμα του θανάτου, όπως δεν υπάρχει και σε όλα τα υπόλοιπα θέματα. Αλλά οπωσδήποτε, ναι, ο θάνατος βρίσκεται στον πυρήνα της θεολογικής σκέψης και της εκκλησιαστικής ζωής ή της θρησκευτικής ζωής όλων των θρησκευτικών σχημάτων του κόσμου, όλων των θρησκειών και σε διάλογο πάντα με το μυστήριο της ζωής.
Τι είναι αυτό που η Χριστιανική Θεολογία πρεσβεύει για τον θάνατο; Πώς προσεγγίζει την ύλη, την ψυχή;
Η Χριστιανική Θεολογία είναι μια Θεολογία της ζωής κι όχι του θανάτου. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για τη ζωή κι όχι για τον θάνατο, γι’ αυτό και δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τον θάνατο. Αν ο άνθρωπος ήταν φτιαγμένος για τον θάνατο, θα ήταν συμβιβασμένος. Επειδή όμως υπάρχει μέσα του αυτή η φλόγα της αιωνιότητας, της απειρότητας της ζωής, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο θάνατος δε θεωρείται ένα φυσικό γεγονός στη χριστιανική θεολογική σκέψη. Βιολογικά, βεβαίως, είναι αποτέλεσμα της φθαρτότητας και της κτιστότητας του ανθρώπου, αλλά αυτή η βιολογικότητα και η φθαρτότητα μπορούν να νικηθούν στη Χριστιανική Θεολογία όταν ο άνθρωπος διαλέγεται και συναντιέται με τον ίδιο τον Θεό, τον Τριαδικό Θεό, από τον οποίο αντλεί και τον λόγο της υπάρξεώς του. Συνεπώς, είναι ένα παρά φύση γεγονός, είναι ο έσχατος εχθρός, ο οποίος πρέπει να νικηθεί και, βεβαίως, νικιέται με την Ανάσταση του Θεού και Λόγου του Πατέρα, του θεανθρώπου Χριστού, ο οποίος έχει λύσει αυτό το αίνιγμα και καλείται ο κάθε άνθρωπος να συμμετάσχει σ’ αυτήν τη γιορτή της «αθανασίας», γιατί ο μόνος αθάνατος είναι ο Θεός. Τώρα, για την ύλη. Σέβεται την ύλη, προφανώς, σέβεται και το πνεύμα. Στις περισσότερες θρησκείες υπάρχει ένας απόλυτος σεβασμός του πνεύματος ή μια προσπάθεια σεβασμού του πνεύματος. Σε ελάχιστες περιπτώσεις θα δούμε η ύλη να στέκεται στο ίδιο ύψος, στο ίδιο βάθρο με το πνεύμα. Και, ενώ ο Χριστιανισμός έχει κατηγορηθεί ως η θρησκεία του πνεύματος, θα πρέπει να πούμε ότι αυτό είναι μια παρεξήγηση. Η Χριστιανική Θεολογία και ιδίως η Ορθόδοξη Θεολογία επιμένει στο γεγονός της ύλης. Θα έλεγα ότι είναι μια υ λ ι σ τ ι κ ή Θεολογία και μια υ λ ι σ τ ι κ ή Εκκλησία. Διότι ο Θεός γίνεται άνθρωπος προκειμένου να σώσει το δημιούργημά του, το κτίσμα του. Και τι σημαίνει γίνεται άνθρωπος; Προσλαμβάνει όλη την ανθρώπινη φύση – και το πνεύμα και την ύλη, τα πάντα, δίχα μόνης αμαρτίας. Σαρκώνεται ο Θεός – κοιτάξτε τι όμορφη λέξη! – σαρκώνεται, γίνεται σάρκα. Ενανθρωπίζει, γίνεται εντελώς άνθρωπος προκειμένου να σώσει τον άνθρωπο. Δηλαδή γίνεται αυτό που δεν είναι προκειμένου να σώσει αυτό που δεν είναι. Άρα, λοιπόν, έχουμε έναν απίστευτο σεβασμό της ύλης. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, για παράδειγμα, λέγει «σέβω οὖν τὴν ὕλην», και το περιγράφει αυτό και στους λόγους του κατά των Μανιχαίων και σε άλλα κείμενά του, όπως και όλοι οι πατέρες της Εκκλησίας. Κι αν δούμε και τα ταφικά έθιμα, στη χριστιανική παράδοση, θα δούμε αυτόν τον σεβασμό της ύλης, ο οποίος, βεβαίως, υπάρχει και στην αρχαιοελληνική θρησκεία και σε άλλες θρησκείες με κάποιον τρόπο. Αλλά, νομίζω ότι, αυτό που συμβαίνει στον Χριστιανισμό ξεπερνάει κάθε όριο διότι ένας Θεός έρχεται και γίνεται άνθρωπος. Έχουμε, δηλαδή, σάρκωση του ίδιου του Θεού. Και, νομίζω, αυτό κάνει και τη μεγάλη διαφορά. Αυτός ο Θεός νικάει τον θάνατο δια της Αναστάσεώς του.
Αφού αναφερθήκατε στα ταφικά έθιμα, θα ήθελα να ρωτήσω για ποιον λόγο να μην έχει ο χριστιανός την επιλογή της ταφής ή της καύσης;
Στη χριστιανική και θεολογική σκέψη είναι σαφές ότι αυτό το οποίο είναι αποδεκτό είναι η ταφή του κεκοιμημένου. Και, βεβαίως, η ταφή του κεκοιμημένου έχει σχέση και με την ύλη διότι, όπως είπα πριν, το σώμα τιμάται. Γνωρίζουμε όλοι τα ταφικά έθιμα · πώς, δηλαδή, ραίνει η κοινότητα, τα μέλη, το σώμα, πώς χρησιμοποιείται το λάδι, πώς χρησιμοποιείται το κρασί, δηλαδή όλη αυτή την υλική πραγματικότητα προκειμένου να τιμηθεί το σώμα. Διότι ακριβώς το σώμα έχει αθανασία. Άρα λοιπόν, αυτή η αισθητική της χριστιανικής Εκκλησίας έχει ιδιαίτερο νόημα και, παρότι δεν συνδέεται με τον πυρήνα του Δόγματος. Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο από το τίποτα «ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι ἡμᾶς παρήγαγεν» – και, βεβαίως, θα μπορούσε στην Ανάσταση να ξαναφτιάξει τον άνθρωπο από τη στάχτη, έτσι όπως ήταν, για να έχουμε ανάσταση σωμάτων. Εντούτοις, η Χριστιανική Θεολογία εκφράζει αυτή την αισθητική ευαισθησία, η οποία είναι άκρως θεολογική και συνδέεται πλήρως με τον πυρήνα της παραδόσεως, προκειμένου να δείξει και συμβολικά την τιμή στο ανθρώπινο σώμα. Αυτό δε σημαίνει ότι η πολιτεία ταυτίζεται πάντα με τις απόψεις των θρησκευτικών κοινοτήτων, ακόμα κι αν αυτές οι θρησκευτικές κοινότητες, όπως η Χριστιανική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα, είναι οι κυρίαρχες θρησκευτικές κοινότητες – με την έννοια την πληθυσμιακή πλέον κυρίαρχες. Είναι ξεκάθαρο πλέον στη νομική σκέψη, πως η επικρατούσα θρησκεία δεν έχει μεγαλύτερα προνόμια από τις υπόλοιπες αναγνωρισμένες θρησκείες. Συνεπώς, η πολιτεία επιλέγει πάντα αυτό που είναι γι’ αυτήν χρήσιμο και ουσιαστικό, και η καύση, για παράδειγμα, των νεκρών -η πολυσυζητημένη- έρχεται όταν υπάρχουν δυσκολίες στον χώρο να υποδεχθεί τα σώματα των κεκοιμημένων. Τα νεκροταφεία βρισκόντουσαν στο κέντρο των χωριών των πόλεων, σταδιακά βρέθηκαν εντελώς έξω, βρέθηκαν εντελώς εκτός των ιστορικών ιστών των πόλεων και των χωριών. Αυτήν τη στιγμή αντιμετωπίζονται πάρα πολλά προβλήματα – τα είδαμε και στην περίπτωση της πανδημίας. Οπότε, για λόγους πρακτικούς ουσιαστικά, η πολιτεία προχωρά στην καύση των νεκρών. Δεν είναι ιδεολογική στάση οποιασδήποτε πολιτείας. Από την άλλη πλευρά, τα μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας έχουν αυτήν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν και ως μέλη μιας πολιτειακής κοινότητας-ενότητας, παράλληλα με την ταυτότητα που έχουν ως μέλη μιας θρησκευτικής κοινότητας. Γι’ αυτό και βλέπετε ότι στις Εκκλησίες τις Χριστιανικές Ορθόδοξες στο εξωτερικό έχουμε πρακτικές που ακόμα στην Ελλάδα δεν είναι αποδεκτές. Δηλαδή, γίνεται η Εξόδιος Ακολουθία για κάποιον που έχει κοιμηθεί-πεθάνει και μετά η οικογένεια αποφασίζει αν θα ταφεί ή αν θα καεί ο κεκοιμημένος. Η Εκκλησία, δηλαδή, δεν μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία γιατί αυτό που την αφορά είναι να τελέσει το μυστήριο της Εξοδίου Ακολουθίας για τον κεκοιμημένο. Από εκεί και πέρα αναλαμβάνει η οικογένεια σε σχέση με τα δεδομένα μιας κατάστασης πολιτικής, πολιτειακής, ανάλογα με τον τόπο στον οποίο ο καθένας ζει. Άλλωστε η Εκκλησία πιστεύει στο θαύμα και όλη η ζωή του ανθρώπου είναι ένα θαύμα. Άρα, όπως είναι θαύμα η ζωή του, είναι θαύμα και η αναγέννηση αυτής της ζωής με τον τρόπο που ο ίδιος ο Θεός θέλει. Για να είμαι, λοιπόν, σαφής, θα πω ότι δε βλέπω η καύση των νεκρών να προσβάλλει το δόγμα της ανάστασης. Είναι ένα θέμα εθιμικό, αισθητικό, αλλά έχει ρίζες βαθιές και συνδέεται πλήρως με τη Θεολογία και την παράδοση της Εκκλησίας. Μερικές φορές, αν δεν υπάρχει κάποιος λόγος να ξεπερνούμε αυτήν την παράδοση, νομίζω δεν πρέπει να το κάνουμε. Άλλωστε, μη ξεχνάτε, ότι υπάρχουν μάρτυρες και νεομάρτυρες, οι οποίοι έχουν καεί. Φαντάζομαι πως όλοι πιστεύουμε ότι αυτοί θ’ αναστηθούν και θα βρίσκονται στην αγκαλιά του Θεού. Δεν έχει τέτοια προβλήματα η Θεολογία και η Εκκλησία.
Αναφερθήκατε στα κοιμητήρια και στους κοιμηθέντες. Γιατί κοιμηθέντες και όχι νεκροί, γιατί κοιμητήρια και όχι νεκροταφεία;
Διότι ακριβώς στο σύμβολο της Πίστεως ακούμε και διαβάζουμε εκείνο το πολύ όμορφο «προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν». Άρα, δεν ομιλούμε για έναν θάνατο με την έννοια τις οριστικής παύσης της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά για έναν ύπνο από τον οποίο θα ξυπνήσει ο άνθρωπος όταν θα ακούσει τις σάλπιγγες της Αναστάσεως.
Δεν είναι, δηλαδή, συμβολικό το «κοιμηθέντες», αλλά ουσιαστική αυτή η προσέγγιση.
Βεβαιότατα! Η Εκκλησία ζει με αυτήν την προσδοκία. Είναι πολύ σημαντικό αυτό το «προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν». Έχει μέσα μια ελπίδα, μια αναμονή. Και δε διαλέγεται με εκείνη τη βεβαιότητα, η οποία είναι ξιπασμένη πολλές φορές, και δημιουργεί και κάποια προβλήματα στον τρόπο που υπάρχουμε καθημερινά. Η Εκκλησία είναι πολύ προσεκτική στη χρήση των όρων και των λέξεων: «προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν». Ούτε καν ελπίζω. Έχει μια άλλη δυναμική το «προσδοκώ». Εμπεριέχει την ελπίδα, όπως είπα, αλλά έχει μια άλλη δυναμική. Και, νομίζω, ότι η Εκκλησία με αυτήν την προσδοκία ζει, την προσδοκία των εσχάτων. Δηλαδή την προσμονή της συνάντησης και της επανάληψης ή της συνέχισης της γιορτής, η οποία ξεκινάει από εδώ. Μια γιορτή είναι η Εκκλησία.
Προέκυψε μια καινούρια μου απορία τελευταίως μιας και στην Κύπρο έχει γίνει το πρώτο νεκροταφείο ζώων, το οποίο μεταφράζεται, μάλλον, από την αγγλική λέξη cemetery, ως ‘κοιμητήριο ζώων’. Το έψαξα και είδα πως και στην Ελλάδα υπάρχουν ‘κοιμητήρια ζώων’. Μπορούμε να μιλούμε για ‘κοιμητήρια ζώων’; Το «κοιμηθέντες» δεν αφορά μόνο στους ανθρώπους;
Όχι! Ναι, μπορούμε να μιλούμε και για κοιμητήρια ζώων. Η κτίση όλη, ως δημιουργία Θεού, είναι λίαν καλή δημιουργία. Δηλαδή είναι όμορφη. Είναι αυτό που πρέπει να είναι. Έχει μέσα της το κάλλος και την ωραιότητα του δημιουργού Θεού. Πράγμα που σημαίνει ότι όλη η κτίση προσδοκά αυτή την Ανάσταση. Δεν την προσδοκά μόνο ο άνθρωπος. Ποια είναι η διαφορά της υπόλοιπης κτίσεως και του ανθρώπου; Ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει την ανάστασή του. Η κτίση ακολουθεί τον άνθρωπο είτε στον βυθισμό της είτε στη συνανάστασή της. Κι αυτό μπορούμε να το δούμε στην εικονογραφία των Συναξαρίων, όπου οι άνθρωποι είναι με τα ζώα, τα λιοντάρια, τις αρκούδες… Θυμηθείτε εκείνη την πολύ ωραία εικόνα του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και άλλων πολλών, όπου όλη η φύση συναποθνήσκει ή συναναστένεται (Και το υμνολογικό, «Χορευέτω τοίνυν πᾶσα ἡ κτίσις καὶ σκιρτάτω».

Μου αρέσει συχνά πυκνά να παραπέμπω σ’ εκείνο το ωραίο το τραγουδάκι του Διονύση του Σαββόπουλου – το άκουγα και σήμερα το πρωί – «μην πετάξεις τίποτα, φτάσαμε στ’ ανείπωτα, μας μεταμορφώνει μια πνοή». [Μπορείτε ν’ ακούσετε το τραγούδι εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=PQRTKgXslOs ] Δεν πετάμε τίποτα. Οι Άγιοι ζούσαν με τα άγρια ζώα διότι ακολουθούν τη μοίρα τους και την τύχη τους. Ζούσαν με την κτίση. Βλέπετε σήμερα το οικολογικό ενδιαφέρον του Οικουμενικού Πατριάρχη, γι’ αυτό και ονομάζεται πράσινος πατριάρχης. Έχει δείξει ένα απίστευτο ενδιαφέρον, διότι η κτίση είναι το σπίτι μας, είναι το άλλο σώμα μας, είναι ο άλλος μας εαυτός. Και τα ζώα είναι μέρος αυτής της κτίσεως. Άρα, λοιπόν, με αυτήν την έννοια, ο σεβασμός είναι αμείωτος και ατέλειωτος και εγώ δε θα είχα κανένα πρόβλημα να δω και κοιμητήρια ζώων. Διότι είναι δημιουργήματα του Θεού.
Μου αρέσει και με προβληματίζει ταυτόχρονα η προσέγγισή σας.
Να σας δώσω μια εικόνα για να καταλάβετε τι εννοώ. Περπατά ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ με τον γέροντά του και πηγαίνουν προς το κελί. Κι επειδή ο δρόμος έχει κλείσει, στο μονοπάτι έχει μπαστούνι – μια μαγκούρα- και χτυπάει τα χόρτα δεξιά κι αριστερά. «Είδα», λέει, «το πρόσωπο του γέροντος που συννέφιασε όταν φθάναμε στην καλύβη και κατάλαβα διότι κτυπούσα την κτίση χωρίς λόγο». Και μια άλλη πολύ όμορφη ιστορία – τις βάζω παράλληλα αυτές στις δύο ιστορίες – του Σταύρου Κουγιουμζή. Μου είπε, λοιπόν, αυτός ο σπουδαίος συνθέτης, που είχα τη χαρά να συγκαταλέγομαι στους φίλους του -και να κάνουμε αρκετή παρέα για πολλά χρόνια και να συζητούμε πολύ – ότι κάποτε ένας φίλος του τρελάθηκε και πήγε στο Λεμπέτι στη Θεσσαλονίκη. Όταν πήγε να τον δει, του είπε ο γιατρός ότι «ξέρεις, έχει αυτό κι εκείνο» – το ονόμασε κιόλας, «και συνέχεια φωνάζει για ένα μυρμηγκάκι». «Κι εγώ», λέει, «κατάλαβα πόσο αφελής ήταν ο γιατρός, διότι ήξερα. Πριν πολλά χρόνια πήγαμε μαζί για μπάνιο στη θάλασσα και τον είδα να κοντοστέκεται κάποια στιγμή. Είχε φτάσει στο νερό μέχρι το γόνατο στη θάλασσα διότι είδε πάνω του, στον ώμο του, ένα μυρμηγκάκι. Και τελικά βούτηξε». Κι από τότε αυτός ο άνθρωπος παρουσίασε αυτά τα χαρακτηριστικά της σχιζοφρένειας. Είναι αυτή η ευαισθησία, η υπερευαισθησία των ανθρώπων, η οποία αγγίζει και τα όρια της αγιότητας, αλλά μπορεί ν’ αγγίζει και τα όρια της ψυχοπαθολογικής τρέλας. Ήταν η ενοχή του διότι έπνιξε το μυρμηγκάκι. Ε, τέτοιες ιστορίες συναντάμε σε όλα τα σχετικά μας κείμενα.
Πορευόμαστε μαζί με τη φύση, λοιπόν. Αυτό κρατάω…
Ρωτούν καμιά φορά τα παιδιά στο σχολείο, ειδικά όταν τους δίνεται η ευκαιρία ή νιώθουν ότι έχουν κάποιον «ειδικό» να τους απαντήσει, «πού πάμε όταν πεθαίνουμε οι άνθρωποι; Πάμε στον Παράδεισο; Στην Κόλαση; Κάπου ενδιάμεσα;» Η ιδέα της Κολάσεως και του Παραδείσου χρησιμοποιείται συχνά από εμάς τους ενήλικες, κυρίως συμβολικά θεωρώ. Τα παιδιά όμως δεν το κατανοούν αυτό. Τι θα απαντούσε, λοιπόν, ένας θεολόγος στην ερώτηση ενός παιδιού «πού πάει κανείς όταν πεθαίνει;»;
Ο Παράδεισος και η Κόλαση – διότι εκεί πάει κανείς όταν πεθαίνει σύμφωνα με τη Θεολογία μας, με την Εκκλησία μας- δεν είναι τόπος. Είναι ένας τρόπος υπάρξεως. Δηλαδή, ο Παράδεισος είναι η συνεχής γιορτή και η σχέση, η συνάντηση. Η μόνιμη συνάντηση. Και η Κόλαση είναι η απουσία της σχέσης. Και να δώσω ένα παράδειγμα. Ο Αβάς Μακάριος προχωρούσε κάποτε σε μια έρημο και με το μπαστούνι του χτύπησε το κρανίο ενός αιρεσιάρχη, το οποίο βρισκόταν εκεί, προφανώς, χρόνια. Και ακούστηκε μια φωνή που έλεγε «Γέροντα, σώσε με». Ρώτησε: «Ποιος είσαι; Από πού να σε σώσω;» και λέει «είμαι στην Κόλαση». «Και τι σημαίνει κόλαση;». Κι έδωσε μια πολύ ωραία εικόνα: μια σειρά ανθρώπων όπου ο ένας ακουμπάει το πρόσωπό του στην πλάτη του άλλου. Τα μάτια τους, δηλαδή, δε βλέπουν. Γι’ αυτό και η πραγματική εικόνα της Κολάσεως που βλέπουμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι αυτή η εικόνα με τα τελώνια και τις σκάλες που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν. Αυτά είναι παιδαγωγικά σχήματα για νηπίους ανθρώπους, μέλη της Εκκλησίας, διότι δεν μπορούν να κατανοήσουν αλλιώς. Σ΄ ένα νήπιο δε δίνεις κρέας, μόνο γάλα, διότι αλλιώς θα πνιγεί. Αλλά όσο περνάν τα χρόνια κι η Εκκλησία μεταβαίνει «εις μέτρον ηλικίας Χριστού» μπορούμε να πούμε αυτό που λέει ο γέροντας Μακάριος: η αδυναμία να κοινωνήσουμε, να δούμε τον άλλο στο πρόσωπο, στα μάτια, είναι η κόλασή μας. Και, νομίζω, αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε και στην καθημερινή μας ζωή. Ζούμε πολλές φορές σε μεγάλες πόλεις, σε πολύβουους δρόμους… Σε αυτούς τους πολύβουους δρόμους, από τους οποίους πολλές φορές με το ζόρι χωράμε για να περάσουμε, ζούμε και βιώνουμε την απόλυτη κόλαση. Διότι δεν μπορούμε να συναντηθούμε με αυτούς τους ανθρώπους. Δεν έχουμε κάτι για να κοινωνήσουμε. Δεν μπορούμε να γιορτάσουμε το ΜΑΖΙ. Και σε άλλες περιπτώσεις ένας ασκητής είναι σε μια έρημο κι όμως γιορτάζει το ΜΑΖΙ, «σὺν πάσι τοῖς Ἁγίοις» και προσεύχεται για όλον τον κόσμο. Άρα, λοιπόν, ο Παράδεισος είναι η γιορτή του ΜΑΖΙ, της συνάντησης και η κόλαση είναι η παντελής απουσία και ακοινωνησία. Και το πιο δύσκολο είναι ότι οι κολασμένοι βλέπουν τη γιορτή και δεν μπορούν να συμμετάσχουν στη γιορτή. Είναι όπως όταν ένα παιδί βλέπει τα άλλα παιδιά να παίζουν δίπλα του και δεν του δίνουν τη δυνατότητα να παίξει μαζί τους. Αυτό είναι κόλαση. Αν θες να τρελάνεις ένα παιδί, δε θα το παίξεις. Δε θα το καλέσεις στη γιορτή. Βέβαια, εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο κολασμένος δεν θέλει το συνεχώς προσφερόμενο μαζί του Θεού και των αγίων του.
Άρα, με αυτό το σκεπτικό, υπάρχει αυτή η επικοινωνία και μετά θάνατο; Με ρώταγε ο έφηβος γιος μου τις προάλλες αν οι ψυχές συναντιούνται μετά τον θάνατο. Υπάρχει αυτή η επικοινωνία και μετά τον θάνατο; Ισχύει κάτι τέτοιο στη Θεολογία;
Βεβαιότατα! Αν δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, νομίζω ότι δε θα μιλούσαμε για Χριστιανική Θεολογία και για Χριστιανική Ορθόδοξη παράδοση. Αυτή είναι η προσδοκία και η ελπίδα για την οποία μίλησα πριν. Αλλά τώρα θυμήθηκα ένα τραγούδι πάρα πολύ ωραίο, που λέει η Χαρούλα η Αλεξίου «ψυχές και σώματα, στον κόσμο γυρνάνε, αλλάζουν ονόματα και πάλι απ’ την αρχή». [Ακούστε το τραγούδι εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=tU_NWX-H-RI ] Αυτό το «και πάλι από την αρχή» στη Χριστιανική παράδοση δε συνδέεται με κάποια μετενσάρκωση. Ο άνθρωπος δεν ξαναγεννιέται, διότι είναι πρόσωπο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Είν’ αυτό κι όχι το άλλο. Πράγμα που σημαίνει ότι έχει μια πορεία, η οποία κινείται στα έσχατα, στην αιωνιότητα. Το ίδιο πρόσωπο πορεύεται στην άλλη ζωή, η οποία είναι συνέχεια αυτής της ζωής. Είναι μία η ζωή, με άλλα χαρακτηριστικά. Ενώ οι ανατολικές παραδόσεις έχουν μετενσάρκωση στο ίδιο πρόσωπο, ανάλογα με τον τρόπο που εβίωσε την εδώ ζωή, μπαίνει σε μια άλλη κατάσταση, ξαναγεννιέται και ούτω καθεξής. Αλλά αυτό σπάζει αυτήν τη μοναδικότητα του ανθρωπίνου προσώπου, που αποτελεί κεντρική αρτηρία στη Χριστιανική Θεολογία και στη χριστιανική ζωή.
Όταν, λοιπόν, οι άνθρωποι αναφέρονται σε επικοινωνία με ανθρώπους που πέθαναν είτε μέσω των ονείρων ή μέσω άλλων εμπειριών που μπορεί να γεννήσει μια εικόνα ή μια μυρωδιά, είναι μια πραγματικότητα; Ισχύει; Συμβαίνει;
Κοιτάξτε. Εδώ χρειάζεται πολλή προσοχή διότι η Εκκλησία μιλάει και «περί ονειράτων καὶ ματαίων ἀποκαλύψεων». Ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε το λέει αυτό. Ότι, καμιά φορά, οι αποκαλύψεις και τα ονείρατα είναι και δημιουργήματα του διαβόλου. Άρα κανείς θα πρέπει να μπορεί να διακρίνει πότε ένα γεγονός είναι πραγματικό και πότε δεν είναι. Αυτή η ασφάλεια βρίσκεται πάντα εντός της Εκκλησίας. Οι προσωπικές εμπειρίες θα πρέπει να ερμηνεύονται εντός της Εκκλησίας κι εντός του σώματος του εκκλησιαστικού. Άρα, λοιπόν, ναι, υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας. Προφανώς! Γι’ αυτό και υπάρχουν και τα μνημόσυνα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και υπάρχει όλη αυτή η λειτουργική μας πράξη – η μυστηριακή πράξη της Εκκλησίας. Αλίμονο αν δεν πιστεύαμε σε αυτήν την επικοινωνία και, νομίζω ότι, το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η επικοινωνία των ανθρώπων με τους Αγίους της Εκκλησίας. Αλλιώς δε θα πιστεύαμε στο θαύμα, δε θα πιστεύαμε στη θαυματουργική παρουσία των αγίων λειψάνων, στη μυρόβλυση. Όλα αυτά που σχετίζονται και με την αισθητική μας εμπειρία. Ένας Άγιος αποκαλύπτεται και θαυματουργεί και μέσω της αισθητικής πραγματικότητας, γι’ αυτό και η ταφή των σωμάτων έχει μια ιδιαίτερη σημασία γιατί αποκαλύπτει την αγιαστική δύναμη των λειψάνων της Εκκλησίας. Θα μου πείτε, αν δεν συμβαίνει αυτό, ένας Άγιος δεν μπορεί να θαυματουργεί; Αυτό που είπαμε πριν, αν δηλαδή έχει καεί… Μα βεβαιότατα. «Πολλοί ‘ν’ οι δρόμοι πο ‘χει ο νους». Μιλούμε για μια βασική παράδοση, η οποία χαρακτηρίζει τη Χριστιανική Εκκλησία.
Αναφερθήκατε στα μνημόσυνα. Πώς πρέπει να μνημονεύονται οι νεκροί; Μπορεί το μνημόσυνο να συμβάλει στην καλυτέρευση της θέσης τους;
Θα σας πω πώς κατανοούνται τα πράγματα. Σίγουρα, η προσευχή της Εκκλησίας – γιατί αυτό είναι το μνημόσυνο – στοχεύει στην αλλαγή της διάθεσης του προσώπου του κεκοιμημένου. Μπορεί να λέμε ότι μετά τον θάνατον «οὐκ ἔστι μετάνοια» – δεν είναι εύκολο κανείς να μετανοήσει, αλλά ο άνθρωπος, δεν είναι μία παγιωμένη πραγματικότητα. Γι’ αυτό έχουμε παραδείγματα στην Εκκλησιαστική γραμματεία όπου προσευχήθηκε η κοινότητα και άλλαξε η κατάσταση του κεκοιμημένου. Πέρασε, δηλαδή, από μια κατάσταση κολάσεως σε μια παραδείσια κατάσταση. Αυτό δε γίνεται επειδή η κοινότητα προσευχήθηκε και μαγικά μεταφέρει τον κεκοιμημένο από τη μια κατάσταση στην άλλη. Αλλά η κοινότητα προσευχήθηκε να αλλάξει η βούληση και ο νους του κεκοιμημένου. Δηλαδή, δια της ελευθερίας του να μετακινηθεί. Βέβαια, αυτό δε γίνεται εύκολα διότι έχουμε λύση σώματος και ψυχής «ἄχρι καιροῦ», αλλά η Εκκλησία δίνει και αυτό το παράδειγμα για να δείξει ότι ο Θεός δεν είναι ένα σουπερμάρκετ που κλείνει στις 6 το απόγευμα. Είναι ανοικτός πάντα στη μετάνοια του ανθρώπου και στην ελευθερία του και ακόμη και αυτό μπορεί να το κάνει. Είναι, δηλαδή, και αυτό ένα κείμενο, το οποίο στοχεύει ακριβώς στο να καταδείξει τη μεγάλη αγαθότητα του Θεού. Ότι, δηλαδή, πάντα δέχεται το κτίσμα του και το δημιούργημά του και την μετάνοιά του. Και βεβαίως δίνει και δύναμη αυτό στη μυστηριακή προσευχή της Εκκλησίας, η οποία, μέσα από αυτές τις πρακτικές δηλώνει την ενότητα και τη μόνιμη ευχητική της διάθεση για τη συμμετοχή όλων μας στην κοινή γιορτή.
Ακολουθεί μια δύσκολη ερώτηση που θα ‘θελα πολύ να σας ακούσω να μου απαντάτε. Ποια είναι η θέση της Εκκλησίας έναντι της αυτοκτονίας. Και όχι μόνο της επιλογής να βάλει κανείς τέρμα στη ζωή του επειδή πάσχει από κάποια ψυχική ασθένεια. Αναφέρομαι και στη θέση της Εκκλησίας σε αυτό που ονομάζουμε «υποβοηθούμενο θάνατο» όταν κάποιος άνθρωπος βρίσκεται στο τέλος της ζωής του βιώνοντας από κάποια ασθένεια.
Να πάρουμε τη γενικότερη μορφή της αυτοκτονίας. Η Εκκλησία δε δέχεται την αυτοκτονία διότι θεωρεί ότι ο άνθρωπος δεν είναι δημιουργός του εαυτού του. Ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο, άρα, λοιπόν, και Εκείνος θα τον πάρει την κατάλληλη στιγμή προκειμένου αυτό να αποτελεί το καλύτερο για τον άνθρωπο ο οποίος θα φύγει. Βέβαια, οι συζητήσεις για την αυτοκτονία είναι πάρα πολύ μεγάλες και στον θεολογικό χώρο και στον χώρο της Λογοτεχνίας. Άλλοι ομιλούν για ηρωικές πράξεις, άλλοι για πράξεις δειλίας… Σε κάθε περίπτωση, νομίζω, ότι έχει ένα πρόβλημα. Καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και η Εκκλησία σήμερα, ακόμα και τους αυτοκτόνους, τους κηδεύει σύμφωνα με τη μυστηριακή της πράξη και ζωή διότι δεν ξέρει, την τελευταία στιγμή πριν φύγει ο άνθρωπος τι ακριβώς του έχει συμβεί. Αν έχει ζητήσει μία συγγνώμη, αν έχει πει ένα «Κύριε ελέησον». Κι αυτή είναι μια πολύ φιλάνθρωπη πράξη της Εκκλησίας, ενώ παλιά, θυμάστε, τους αυτοκτόνους δεν τους κηδεύαμε. Τώρα κηδεύονται οι αυτοκτόνοι. Και νομίζω πολύ καλά κάνει η Εκκλησία διότι, τελικά, αυτός που σώζει είν’ ο Θεός. Μια Εξόδιος Ακολουθία είναι η ευχή της Εκκλησίας. Κάτι την τελευταία στιγμή να άλλαξε μέσα στον άνθρωπο κι ο Θεός να έχει τη δύναμη να σώσει και αυτόν τον άνθρωπο. Διότι η αυτοκτονία είναι η άρνηση της ζωής. Αλλά νομίζω εκείνο που περισσότερο πρέπει να προσέξουμε είναι ότι η αυτοκτονία σίγουρα βγάζει έξω απ’ τη ζωή μας το θαύμα. Ένας άνθρωπος σε απόγνωση, σταματάει να ελπίζει όταν αυτοκτονεί. Και νομίζω ότι το χειρότερο που μπορεί κανείς να πάθει είναι να σταματήσει να ελπίζει. Άρα η Εκκλησία γι’ αυτό στέκεται απέναντι στην αυτοκτονία. Διότι, πρώτον, πιστεύει ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός της ζωής και ο ίδιος ο οποίος χαριτώνει δια των ενεργειών του την ανθρώπινη πραγματικότητα και ο άνθρωπος δεν μπορεί από μόνος του να πάρει τα πράγματα στα χέρια του. Αλλά, από την άλλη πλευρά, είναι και η αδυναμία της παραδοχής του θαύματος. Το θαύμα να ξεπεράσει τη φυσική πραγματικότητα χωρίς να την καταργήσει σε μια στιγμή που ο άνθρωπος έχει παραδοθεί στην απογοήτευσή του. Νομίζω σήμερα υπάρχουν πάρα πολλοί απογοητευμένοι άνθρωποι. Αλλά σε κάθε περίπτωση τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και δεν μπορούμε να μετρήσουμε τη σωτηρία του ανθρώπου από μια αυτοκτονία ή από μια μη-αυτοκτονία. Νομίζω ότι τον καιρό της Κρίσης θα βρούμε πολλούς αυτοκτόνους στην αγκαλιά του Θεού και πολλούς μη-αυτοκτόνους μακριά από τον Θεό. Αυτό νομίζω πρέπει να το κρατήσουμε. Γιατί εμείς βλέπουμε τα πράγματα με τα μάτια της Ιστορίας, ενώ ο Θεός βλέπει τα πράγματα με τα μάτια της πραγματικής παρουσίας του ανθρώπου, η οποία ξεπερνάει αυτήν την Ιστορία. Και βεβαίως ας μη ξεχνάμε περιπτώσεις, πολλές περιπτώσεις, ψυχικών ασθενειών. Τώρα για το θέμα της ευθανασίας… Δύσκολο ερώτημα. Βρισκόμαστε πολλές φορές ενώπιον της διελκυστίνδας ‘ανθρώπινο δικαίωμα’ και ‘θρησκευτική παράδοση’, ‘ανθρώπινο δικαίωμα’ και ‘κοινωνική παρουσία’. Θα σας πω το εξής: Σίγουρα η ζωή εμπεριέχει μέσα της και το ανθρώπινο δικαίωμα. Είναι δικαίωμα του ανθρώπου η ζωή και ο θάνατος. Δεν μπορούμε αυτό να πούμε πως δεν υπάρχει. Με αυτό διαλέγονται όλες οι δημοκρατικές πολιτείες. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς γιατί οι δημοκρατικές πολιτείες στα συντάγματά τους και στη νομοθεσία τους δεν επαναλαμβάνουν τις θρησκευτικές προσταγές των θρησκευτικών σχημάτων. Πρέπει να τα ξεπερνούν όλα αυτά και με βάση το δίκαιο και την ελευθερία του προσώπου να ορίζουν την πραγματικότητά τους. Γι’ αυτό και πολλές φορές βλέπουμε να συγκρούεται η Θεολογία της Εκκλησίας και η παράδοσή της με κάποιους νόμους. Και πρέπει να το κατανοούμε αυτό το πράγμα. Αρκεί η Πολιτεία να μην αναγκάζει τον πιστό να κάνει αυτό που αυτή ορίζει σε τέτοια θέματα υπαρξιακά. Το να δίνει την ελευθερία είναι δικαίωμα μιας ευνομούμενης πολιτείας. Άρα θα πω, λοιπόν, ναι, το ανθρώπινο δικαίωμα. Αλλά ταυτόχρονα με το ανθρώπινο δικαίωμα, υπάρχει και το κοινωνικό-κοινοτικό δικαίωμα. Πιστεύω βαθιά ότι ο έρωτας κι ο θάνατος δεν ανήκουν μόνο στον χώρο του προσωπικού-ατομικού δικαιώματος. Σχετίζονται και με την κοινότητα. Ούτε ερωτευόμαστε μόνοι μας ούτε πεθαίνουμε μόνοι μας. Μπορεί ο έρωτας να είναι δικό μου δικαίωμα, αλλά αφορά την κοινότητα, τα μέλη με τα οποία διαλεγόμαστε. Είναι κοινωνικό γεγονός. Είναι ταυτόχρονα προσωπικό-ατομικό και κοινωνικό-κοινοτικό γεγονός. Και ο θάνατος είναι προσωπικό-ατομικό γεγονός και ταυτόχρονα κοινωνικό-κοινοτικό γεγονός. Δεν είναι αδιάφορος ο θάνατος για τα μέλη μιας οικογένειας, για τους συγγενείς, για τους φίλους, για την ευρύτερη κοινότητα. Η απολυτοποίηση του ατομικού δικαιώματος νομίζω ότι, ίσως, δημιουργεί προβλήματα. Και δεν ομιλώ για το ατομικό δικαίωμα -υποστηρίζω μετά μανίας το ατομικό δικαίωμα- εννοώ την απολυτοποίηση του ατομικού δικαιώματος. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Η αγάπη και η ελευθερία είναι δυο μεγέθη που υπάρχουν στη ζωή μας. Ο Απόστολος Παύλος δεν είπε «μείζων δὲ τούτων ἡ ἐλευθερία». Είπε «μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη». Το ατομικό δικαίωμα συνδέεται πλήρως με την ελευθερία. Ενώ, νομίζω, το κοινωνικό ή κοινοτικό -δε θα πω δικαίωμα- γεγονός, συνδέεται πλήρως με την αγάπη. Και «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» και ούτω καθεξής. Νομίζω προς αυτήν την κατεύθυνση μπορεί κανείς να σκεφτεί διαφορετικά αν δει την ταινία «Η θάλασσα μέσα μου» του Αμενάμπαρ. [Δείτε το trailer της ταινίας εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=J3tdx79rwOA ] Και κυρίως τον διάλογο του πρωταγωνιστή, ο οποίος είναι ασθενής και βρίσκεται σε ένα δωμάτιο και ταξιδεύει απ’ το παράθυρο δια της σκέψης… Ο ασθενής είναι επάνω στο δωμάτιο, ξαπλωμένος χρόνια κι έρχεται ένας επίσκοπος της Εκκλησίας να τον δει και βρίσκεται κι αυτός παράλυτος σ’ ένα καροτσάκι. Αυτός κάνει έναν αγώνα απέναντι στην Πολιτεία για ευθανασία. Κι έρχεται ο Επίσκοπος να του πει «δεν έχεις δικαίωμα να το κάνεις. Έχεις συγγενείς, έχεις…» αυτά που έλεγα πριν. Και η εικόνα είναι συμβολική. Ο ένας βρίσκεται στο κρεβάτι του, υπάρχει μια σκάλα που τους χωρίζει, κι ο άλλος κάτω στη γη, όπου του λέει «δεν έχεις δικαίωμα». Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις. Δεν είναι εύκολο διότι εισβάλει και ο παράγοντας αξιοπρέπεια. Λέει ο πρωταγωνιστής σε αυτήν την ταινία «θέλω να έχω την αξιοπρέπεια του θανάτου μου».
Και της ζωής του!
Και της ζωής προφανώς. Όταν έχεις αξιοπρέπεια του θανάτου έχεις και της ζωής. Όταν έχεις της ζωής, έχεις και του θανάτου. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Άρα, είναι ένα πολύ δύσκολο ερώτημα, αλλά εξαρτάται. Πρέπει να δούμε τις διαστάσεις των αντοχών του ανθρώπου, αλλά να μην ξεχνάμε ότι η Εκκλησία ελπίζει, η ζωή, όπως λέει ένα τραγούδι, ελπίζει στο θαύμα. [Ακούστε το τραγούδι εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=cSjViSpbkXY ]
Η απάντησή σας μου έφερε στον νου την απάντηση που έδωσε στην πρώτη πρώτη συνέντευξη που φιλοξενήθηκε στη σελίδα μας του καθηγητή Φιλοσοφίας Παύλου Μιχαηλίδη, υπό τον τίτλο “Φιλοσοφία και θάνατος“, όταν του ζήτησα να τοποθετηθεί σχετικά με τον θάνατο του καθηγητή Λιαντίνη. Εστίασε στο τι αφήνει κανείς ως παράδειγμα στους φοιτητές τους με μια τέτοια πράξη, υποστηρίζοντας σαφέστατα το προσωπικό δικαίωμα της επιλογής, υπογραμμίζοντας αυτό που εσείς μας περιγράφεται ως κοινοτικό-κοινωνικό δικαίωμα.
Ναι. Είναι δύσκολο άθλημα το ΜΑΖΙ. Και ο διάλογός αυτού του ΜΑΖΙ με το εγώ. Λέω σε ένα τραγουδάκι από τον τελευταίο δίσκο, το «Γελάς» – πριν δύο χρόνια: «Γεννήθηκα σ’ ένα μαζί, ταξίδεψα μ’ ένα εσύ και χάθηκα σ’ ένα εγώ, που όλο τελειώνει». Είναι το τραγούδι «Θλίψη, ο άλλος μου εαυτός».[Ακούστε το τραγούδι εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=Cij5LyjyEWw ]
Μπορεί η Τέχνη, η Μουσική που γνωρίζετε καλά, να βοηθήσει τους ανθρώπους που πενθούν να αντέξουν τη θλίψη που φέρνει η απώλεια ενός αγαπημένου;
Παλαιότερα, σ’ ένα από τα πολύ ωραία περιοδικά μας, το «Δίφωνο» – μουσικό περιοδικό στην Ελλάδα, είχανε βάλει ένα θέμα και ζητήσαν από κάποιους, ανάμεσα σε αυτούς κι εγώ, ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα αν η Τέχνη σώζει. Είχα πει ότι η Τέχνη δεν σώζει, αλλά, όπως έχει πει ο γέροντας Σωφρόνιος αναφερόμενος στη ζωγραφική, μπορεί να σου δείξει από μακριά τον παράδεισο. Έτσι; Να σε φτάσει σε ένα σημείο, εκεί στον βράχο, στην άκρη, απ΄ όπου θα μπορείς να βλέπεις τη θάλασσα – που στην περίπτωσή μας είναι ο παράδεισος. Αλλά, μέχρι εκεί. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η Τέχνη είναι παυσίλυπη, επειδή ακριβώς έχει και αυτή μέσα της στοιχεία αιωνιότητος και ένα συγκλονιστικό ΜΑΖΙ, δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να βγει από το παράθυρο της φθοράς και να ταξιδέψει από το παράθυρο της αθανασίας και της αγάπης. Αν μία πραγματικότητα, ένα γεγονός, όπως είναι η Τέχνη, μια δημιουργία, μπορεί να μειώσει την απόστασή μας από τον άλλο και ν’ αφήσει έξω απ’ τον ορίζοντά μας τη μοναξιά, τότε μπορεί να λειτουργήσει και αυτό το οποίο ρωτάτε.
Είναι εντάξει για τον Χριστιανό να πενθεί, να θλίβεται και να θρηνεί;
Ναι, βεβαίως! Αλίμονο στον Χριστιανό, ο οποίος δε θλίβεται. Κι ο Χριστός εθλίβη. Το πρόβλημα είναι η κατάθλιψη. Η θλίψη δεν είναι κατάθλιψη. Η θλίψη είναι ίσως το πιο δημιουργικό γεγονός που υπάρχει εντός του ανθρώπου. Τα μεγαλύτερα έργα τέχνης ήταν αποτέλεσμα κάποιας θλίψης. Ενίοτε και κατάθλιψης. Ποια είναι η διαφορά θλίψης και καταθλίψεως; Η θλίψη ελπίζει, προσδοκά. Η κατάθλιψη δεν προσδοκά τίποτα. Έχει χάσει την ελπίδα του αυτός ο οποίος βρίσκεται στα όρια της κατάθλιψης. Γι’ αυτό και κινδυνεύει. Κινδυνεύει την απουσία. Είναι και βιβλικό αυτό, «ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, καταβαλλόμενοι αλλά ουκ απολύμενοι» – απ’ την προς Κορινθιους Β’. Ενώ θλιβόμαστε στεκόμαστε έξω από τον πυρήνα της κατάθλιψης. Αν ο άνθρωπος δε θλίβεται σημαίνει ότι δεν έχει αισθήματα, δεν έχει ευαισθησίες. Και το στοιχείο της αγιότητος είναι η ευαισθησία.
Η επόμενή μου ερώτηση με ενδιαφέρει πιο πολύ ως εκπαιδευτικός. Με ποιον τρόπο μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να αναπτυχθούν πνευματικά ώστε να μπαίνουν σε μια διαδικασία νοηματοδότησης της εμπειρίας της απώλειας; Να θλίβονται, αλλά να μην στεναχωρούνται. Να ελπίζουν, να προσδοκούν.
Να μην τους νικάει, να μην τους βάζει κάτω αυτή η ιστορία. Όταν λέω θλίβομαι, αλλά δε στενοχωρούμαι σημαίνει ότι θλίβομαι, βιώνω το πένθος όλο, την απώλεια. Είναι απώλεια! Η μητέρα του Χριστού βρίσκεται κάτω από τον σταυρό και περνάει την ψυχή της, το σώμα της ρομφαία-μαχαίρι! Την σφάζει! Παρότι ξέρει ότι είναι ο Θεός της, αλλά είναι και ο υιός της, είναι ο κατά σάρκα γιός της. Η απουσία την θλίβει, την διαλύει. Ποιαν; Την Παναγία. Την Αγία πάνω από τους Αγίους. Άρα, λοιπόν, να μην τρομάζουμε. Να μη θέλουμε να φτιάξουμε τον άνθρωπο, και δη τον χριστιανό άνθρωπο, έναν φανταστικό άνθρωπο, χωρίς σώμα, χωρίς φαντασία, χωρίς αισθήσεις, χωρίς θλίψη, χωρίς γέλιο, χωρίς χαρά, χωρίς πίκρα… Και νομίζω, αν ακολουθήσουμε τη ζωή του Χριστού στο Ευαγγέλιο, θα τα δούμε όλ’ αυτά τα πράγματα. Από όλα αυτά τα στάδια πέρασε. Δεν υπήρξε ανθρώπινο γεγονός το οποίο δεν εβίωσε. Και εθλίβη και δάκρυσε και πείνασε και χάρηκε. Το μεγάλο ερώτημα αν γελούσε ο Χριστός… Έχω γράψει ένα ολόκληρο κείμενο για τον Χριστό γιατί δεν εμφανίζεται στα Ευαγγέλια ότι γελάει. Δεν είναι ότι δε γελούσε. Είναι γιατί οι Ευαγγελιστές θέλουν να δείξουν εκεί τη μεσσιανική προοπτική, την εσχατολογική προοπτική, δεν τους ενδιαφέρει να δείξουν εκείνη τη στιγμή αυτό το πράγμα. Λέει ο Χρυσόστομος «όταν βρεθούμε με φίλους, δε θα γελάσουμε; Είναι δυνατόν; Ού κακόν το γελάν…» Και ειδικά όταν βρεθούμε με φίλους, σε μια γιορτή, κτλ. Νομίζω ότι οφέιλουμε να βοηθπήσουμε τα παιδιά μας να κατανοήσουν την κτιστότητά μας. Αυτές τις μέρες, με την ιστορία του κορονοϊού, βρεθήκαμε όλοι αντιμέτωποι με το μυστήριο της κτιστότητάς μας. Και κάποιοι νόμιζαν ότι είμαστε υπεράνθρωποι και θα το νικήσουμε μέσα από μιαν αίσθηση ότι η Εκκλησία τ’ αγιάζει όλα. Άρα δε θα πάρω φάρμακα και θα νικήσω αυτήν τη φθορά. Άλλοι μέσα από μιαν υπεραισιοδοξία η οποία συνδέεται με τον χώρο της Επιστήμης. Ότι η Επιστήμη κάνει θαύματα. Ναι, κάνει θαύματα η Επιστήμη διότι είναι η συνέχεια του δημιουργικού έργου του Θεού στον κόσμο. Εμείς ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δημιουργοί, δημιουργούμε. Δόξα τω Θεώ! Αλλά, ούτε το ένα είναι απόλυτο ούτε το άλλο συνάδει με τη χριστιανική μας αλήθεια και ζωή. Άρα λοιπόν βρεθήκαμε ενώπιον της κτιστότητος και ανακαλύψαμε ότι ο εαυτός μας είναι φθαρτός. Παιδιά είδαν δίπλα γονείς να πεθαίνουν, παππούδες να πεθαίνουν… Το βλέπαμε πάντα, αλλά αυτό ήταν ένα γερό σοκ. Δεν ξέρω αν αυτό το μετρήσαμε και το έχουμε αξιοποιήσει μέσα μας. Διότι όλη μας η ζωή διαλέγεται με τον θάνατο. Η ζωή μας είναι γεμάτη από δεκάδες μικρούς θανάτους και πολύ λιγότερες αναστάσεις. Γι’ αυτό και θα πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε την Ανάσταση και να την γιορτάζουμε σε αυτό το συλλογικό ΜΑΖΙ. Και το προσωπικό ΜΑΖΙ. Και, βεβαίως, να κατανοήσουμε το μυστήριο της αλλαγής. Πολλές φορές δεν το κατανοούμε, όχι μόνο για την Εκκλησία, αλλά και για το Πολιτισμό, η αλλαγή είναι αμαρτία. Βλέπουμε σε επίπεδο κοινωνικό, σε επίπεδο πολιτικό, σε επίπεδο εργασιακό, σε επίπεδο ακαδημαϊκό, όταν πάει κάτι ν’ αλλάξει, όλοι στεκόμαστε απέναντι! Διαμαρτυρίες, φωνές κτλ. Παλιά, η αλλαγή ήταν στοιχείο της προοδευτικότητας. Σήμερα η μη αλλαγή εμφανίζεται ως στοιχείο της προοδευτικότητας. Έχουμε, δηλαδή, ένα γύρισμα ανάποδο της ζωής μας. Και είναι τραγικό στο όνομα της προόδου να ζητούμε τη μη-αλλαγή. Καταλαβαίνω ότι έχουμε δυνατότητα να ενσωματώσουμε ένα μέρος αλλαγής – ακόμα κι ο βιολογικός μας εαυτός δεν μπορεί να ενσωματώσει όλη την αλλαγή. Αλλά θα πρέπει να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και μέσα από αυτήν την κατανόηση να προχωράμε. Βέβαια, το γεγονός και η κατανόηση του γεγονότος, πολλές φορές απέχουνε πολύ μεταξύ τους. Δηλαδή, τώρα μπορεί να μας συμβαίνει κάτι, αλλά κατανοούμε, συνειδητοποιούμε το γεγονός πολύ μετά. Μπορεί και αμέσως, αλλά πιο σπάνια. Συνήθως θέλει χρόνο. Άρα λοιπόν, ο προφήτης της εποχής, της κάθε εποχής, αυτός ο οποίος διώκεται, βιάζεται η σκέψη του, παραμορφώνεται, διαλύεται και τα λοιπά, είναι ο κανονικός άνθρωπος της επόμενης ημέρας είτε στον χώρο της Επιστήμης είτε στον χώρο της Εκκλησίας διότι, τι κάνει; Προσπαθεί να δείξει μια αλλαγή, η οποία έχει νόημα για τη ζωή. Και όλοι τρομάζουν απέναντι σε αυτήν την αλλαγή, διότι έχουν ηρωοποιήσει μια παράδοση, έναν τρόπο υπάρξεως, ο οποίος είναι ακίνητος. Ενώ η πραγματική παράδοση πάντα κινείται. «Μένειν και περιπατείν εν Χριστώ», διαβάζουμε. Πώς γίνεται να μένεις και να περιπατείς ταυτόχρονα; Αυτό το παράδοξο του Σταυρού δίνει νόημα στη ζωή μας. Θα ξαναναφερθώ σε αυτό το τραγουδάκι μου που ανέφερα πριν και έχει τον τίτλο «Θλίψη, ο άλλος μου εαυτός». Λέγω εκεί «κάθε φορά που κάτι αλλάζει, μια θλίψη καίει τα σπαρτά ενός κρυμμένου εαυτού που πάντα με αιφνιδιάζει». Εμείς δεν αφήνουμε τον εαυτό μας να γίνει φτερό στον άνεμο και να αιφνιδιαστούμε απ’ τα πράγματα, να εκπλαγούμε, δηλαδή. Αυτό είναι το μεγάλο μας πρόβλημα. Βρέχει κι εμείς φορούμε αδιάβροχο. Φυσάει κι εμείς φορούμε ένα γερό πανωφόρι. Άρα δεν καταλαβαίνουμε τις εποχές, δεν καταλαβαίνουμε τον καιρό. Είμαστε αδιάβροχοι στο σύνολο της ζωής μας.
Μου θυμίσατε κάτι που διάβαζα χτες: Τον χειμώνα κάνει κρύο, το καλοκαίρι ζέστη. Το συνδυάζω με αυτό που λέμε τώρα και σε σχέση με τον θάνατο και την εμπειρία της απώλειας πως είναι καιρός που θλίβεται ο άνθρωπος και καιρός που χαίρεται. Σήμερα όμως έχουμε μάθει με το air-condition και τη θέρμανση σε σταθερές θερμοκρασίες.
Πόσο μ’ ενοχλεί το air-condition! Παλιά ανοίγαμε τα παράθυρα και νιώθαμε τα αρώματα, τα χρώματα, τον αέρα να εισβάλλει. Ακόμα και ο ζεστός. Σήμερα μπαίνουμε στο air–condition και όλες οι συνθήκες τις ζωής μας είναι ίδιες. Βέβαια, θα μου πείτε, με την κλιματική αλλαγή και τις συνθήκες της ζωής μας τους 40 και τους 42 και τους 45 βαθμούς, κατ’ ανάγκη θα ‘χουμε air–condition. Ναι, κατ’ ανάγκη θα το ‘χουμε. Κι εγώ το έχω και στο γραφείο μου και στο αυτοκίνητο το χρησιμοποιώ και δόξα τω Θεώ με λυτρώνει! Αλλά, δεν μπορώ να πω ότι δεν αναπολώ αυτήν την εμπειρία και τη σχέση με τα πράγματα, την οποία χάνουμε σταδιακά. Και για την κλιματική αλλαγή υπεύθυνοι πρωτίστως είμαστε εμείς.
Θα ήθελα να κλείσουμε με την ερώτηση: τι είναι ο θάνατος; Είναι το τέλος; Και, αφού αναφερθήκατε στον αιφνιδιασμό προηγουμένως, είναι αυτός ο αιφνιδιασμός του θανάτου που τον συνδέει με τον έρωτα και γίνεται συχνά συζήτηση του ενός σε σχέση με τον άλλο;
Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη! Η αγάπη έχει μέσα της τη δύναμη και το βάθος του θανάτου, δηλαδή τη μονιμότητα του θανάτου. Αλλά ταυτόχρονα αυτή η μονιμότητα έχει και την έκσταση της υπέρβασής της δια της Αναστάσεως. Γι’ αυτό λέμε «κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη». Είναι δυνατόν μια αγάπη να συσχετίζεται με τον θάνατο; Κι όμως! Κι επίσης να πω αυτό το μεγάλο παράδοξο – το οποίο πολλοί δεν καταλαβαίνουν βέβαια… Τελευταία ακούω και απόψεις ότι ο Χριστός δεν είχε επιθυμία, ο Χριστός… Πού τα βρήκαμε αυτά τα πράγματα; Εδώ λέει ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος «Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται» και μιλά για έναν σταυρωμένο έρωτα, διότι η ερωτικότητα και η αγάπη πάντα εμπεριέχει μέσα το σημείο του σταυρώματος, του σταυρού του εαυτού για να μπορέσουμε το ΜΑΖΙ. Κι απ’ την άλλη πλευρά, ο θάνατος προϋθέτει την κατάργησή του δια του έρωτος και της αγάπης, δηλαδή του άλλου ΜΑΖΙ που ακολουθεί. Άρα, λοιπόν, μιλούμε για μια διάβαση, διαδικασίες διαβάσεως. Και νομίζω ότι σε όλα τα θρησκεύματα έχουμε διαδικασίες διαβάσεως. Αν δούμε, για παράδειγμα στον χώρο των τεχνών, στην ταινία του Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» εκείνη την περίφημη σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής βρίσκεται στο σύνορο, στη γραμμή στρατιώτες από δω κι από κει, έχει και αυτός σηκώσει το πόδι – όπως ο πελαργός- και λέει «αν περάσω αυτό το σημείο, αυτή τη γραμμή, είμαι αλλού». [Δείτε τη σκηνή εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=Ax6bXXIQG7U ]. Αλλά αυτό το «αλλού» προϋποθέτει και το πριν και το αλλού προϋποθέτει και τα πρόσωπα του αλλού. Το «αλλού» δεν είναι ένας τόπος. Κυρίως το «αλλού» είναι πρόσωπα. Ταξιδεύουμε ο ένας προς τον άλλο, ταξιδεύω με τον άλλον, ταξιδεύω για τον άλλον. Και σε όλα αυτά εδώ, ταξιδεύει ο εαυτός μου. Είναι αυτό που λέγει ο Πεντζίκης «όλοι οι άλλοι, είμαι εγώ». Έχουμε ένα πληθυντικό εαυτό. Αν αυτός ο πληθυντικός εαυτός γίνει ενικός, καταλαβαίνετε ότι κινδυνεύουμε με την οντολογική μας μοναξιά και τον πραγματικό θάνατο. Διότι ο πραγματικός θάνατος δεν είναι ο φυσικός μας θάνατος, η βιολογική μας άχρι καιρού διάλυση. Αλλά η αδυναμία να κουβεντιάσουμε, να συναντηθούμε, να μιλήσουμε, να μοιράσουμε τις εμπειρίες μας, να μοιράσουμε όλο μας τον εαυτό. Γι’ αυτό και στην Ορθόδοξη Θεολογία ο κατ’ εξοχήν θάνατος είναι ο πνευματικός θάνατος, η αδυναμία του ανθρώπου να κοινωνήσει με τον συνάνθρωπο και τον ίδιο τον Θεό. Δεν είναι ο σωματικός θάνατος. Αυτός έχει νικηθεί! Έχει νικηθεί ·«Θανάτω θάνατον πατήσας», δεν λέμε; Έχει νικηθεί από τον ίδιο τον Θεό Λόγο, τον Χριστό. Τον σαρκωμένο Θεό.
Ευχαριστώ από καρδιάς τους φίλους θεολόγους Παναγιώτη Θωμά και Χρυσόστομο Μελή! Τον Παναγιώτη, για τη γνωριμία μου με τον καθηγητή και τη διευθέτηση της συνέντευξης και τον Χρυσόστομο, για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του στην ετοιμασία των ερωτήσεων.
Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, ΕΝΑΣ ΑΠΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΕΧΘΡΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: ΟΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΙΑΣ ΠΑΡΕΝΝΟΗΜΕΝΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ.
«Φροντίζοντας για την ανθρωπότητα σήμερα, μεριμνούμε για την ανθρωπότητα τού αύριο»
Κάτω από αυτόν τον εκφραστικό τίτλο θα φιλοξενήθηκαν από τις 5 έως τις 9 Οκτωβρίου 2022 στο νησί της Ρόδου, και συγκεκριμένα στο ξενοδοχείο RODOSPALACE, οι εργασίες του 5ου Συνεδρίου του του Οικουμενικού Πατριαρχείουγια την Ποιμαντική Διακονία στον Χώρο της Υγείας.
Πρόγραμμα Συνεδρίου
https://www.orthodoxianewsagency.gr/wp-content/uploads/2022/10/Program__22a.pdf
CHRYSOSTOMOS STAMOULIS, Thessaloniki, Isaac’s Teaching for Contemporary Man
28th International Ecumenical Conference on Orthodox Spirituality
ST. ISAAC OF NINEVEH
and His Spiritual Teaching
Monastery of Bose, 6-9 settembre 2022
in collaboration with the Orthodox Churches

pdf program
TUESDAY 6
9.30 am
Opening of the Conference
SABINO CHIALÀ, Prior of Bose
Isaac of Nineveh: an Ecumenical Saint
SEBASTIAN BROCK, Oxford
Isaac and his Historical and Cultural Environment
PAOLO BETTIOLO, Padova
3.30 pm
The Proclamation of Infinite Mercy
+ BENEDICT VESA, Cluj-Napoca
Redemption and Salvation of Man
PORPHYRIOS GEORGI, Balamand
WEDNESDAY 7
9.00 am
Man accordig to God: Interiority and Exteriority
MAKSIM KALININ, Mosca
The Grace of Weakness and the Limit of Death
VALENTINA DUCA, Leuven
3.30 pm
Reading Isaac Together
In the afternoon, participants will be invited to distribute themselves in small linguistic panels, to read, discuss and enjoy together some of Isaac’s texts. The panels will be animated by the following moderators:
JORIS VAN AEL, Gent
TAMARA GRDZELIDZE, Tbilisi
ADALBERTO PIOVANO, Dumenza
GIANMARCO TONDELLO, Bose
NIKOS KOUREMENOS, Volos
VICTOR CRETU, Arona
THURSDAY 8
9.00 am
The Monastic Life in Isaac the Syrian
MARCEL PIRARD, Nemea
From Prayer to Amazement
BROURIA BITTON-ASHKELONY, Gerusalemme
3.30 pm
Tears of Repentance and Tears of Joy
AGAPIE CORBU, Arad
Ascesis According to the Gospel: the Struggle to Regain Humility
NESTOR KAVVADAS, Tübingen
FRIDAY 9
9.00 am
The Book of Creation and Cosmic Recapitulation
PABLO ARGÁRATE, Graz
Isaac’s Teaching for Contemporary Man
CHRYSOSTOMOS STAMOULIS, Thessaloniki
Conclusions
